Ο ιδιοχτήτης ήταν ένας άνθρωπος σαράντα περίπου χρονών, γεροδεμένος και με ωραίο κεφάλι. Είχε την υπναλέα καλοκάγαθη όψη -ένα σπάνιο χαμόγελο και τέλεια δόντια, στοχαστικά κεφάτα μάτια- που βλέπει κανείς κάποτε στις τούρκικες ταξιδιωτικές αφίσες.
Άλλ' ότι ήταν πραγματικά τούρκικο σ' εκείνον ήταν η σωματική ακινησία με την οποίαν αντιμετώπιζε τον κόσμο. Κανένας Έλληνας δεν θα μπορούσε να κάθεται ακίνητος, χωρίς να σαλεύει δώθε-κείθε, να χτυπάει το πόδι του ή κάποιο μολύβι, να τίναζει το γόνατό του ή να πλαταγίζει τη γλώσσα του.
Ο Τούρκος είχε μια μονολιθική στάση, ένα ύφος περισυλλογής και σιωπής ερπετού. Μ' αυτό ακριβώς το ύφος θα μπορούσε να κάθεται κι ένας χαμαιλέων, ώρες και ώρες, επάνω σ' ένα χαμόκλαδο, να κοιτάζει ασάλευτος τον κόσμο, ζώντας προφανώς την κατάσταση εκείνη της μετεωρισμένης κρίσης που συνοψίζεται στην αράπικη λέξη καυφ.
Έχω δει τον Σαμπρί να φορτώνει κορμούς, να φωνάζει στους χωριάτες, ακόμη και να τρέχει στο δρόμο. Αλλά ποτέ του δεν έδινε και την παραμικρότερη εντύπωση ότι δαπανούσε οποιαδήποτε ενέργεια. Οι πράξεις και τα λόγια του είχαν την απαλότητα του αναπόφευκτου. Κυλούσαν από κείνον όπως κυλάει το μέλι από ένα κουτάλι.
(πικρολέμονα, σελ.52)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου