28.5.11

ο ελέφαντας και οι παπαρούνες


σήμερα το δέρμα μου δεν ήθελε την κλειστίλα του σπιτιού, ήμουν στο τσαφ, για πρώτη φορά, να καθήσω μόνη μου στο κόφι ταιμ να πιώ τον καφέ μου εκεί
το ήθελα τόσο που απορώ (και με περιφρονώ) που δεν το έκανα
ω, αφού ζηλεύω πάντα αυτούς που κάθονται κάτω από την τέντα, στα τραπεζάκια, για να κρατήσουν αυτή την πρωινή μυρωδιά καφέ-και-πορτοκάλι δίπλα τους
αν ήμουν στην καλαμαριά-ω πόσο θα ήθελα σήμερα να ήμουν στην καλαμαριά, έτσι πρωί-πρωί και δροσερά μετά από βροχή, θα πήγαινα στο μαγαζί να πίναμε καφέ με την αυγίτσα
της τηλεφώνησα περπατώντας, σκέφτηκα να πάω να καθήσω στο παγκάκι της εκκλησίας με τον καφέ μου και να της τηλεφωνήσω από εκεί, αλλά δεν κρατήθηκα
είχε δουλειά, ήταν παρέα με την ανατολή και έπιναν καφέ επίσης, επίσης ωραία
στο σπίτι βλαστήμησα που δεν έχω ένα τραπεζάκι να βγάζω στο μπαλκόνι, ένα μικρό, πράσινο, τετράγωνο, τσίγκινο-αυτό της γιαγιάς της αυγής, που το είχε φτιάξει ο παππούς ο γιώργος πριν πεθάνει το '45, και που τόχουν στο μεσημέρι, στην αυλή, να κρατάει γλάστρες και τη σακούλα με τα μανταλάκια
έβγαλα μια καρέκλα στο μπαλκόνι, κι ένα τραπεζάκι, τον καφέ και το βιβλίο μου
ήθελα οπωσδήποτε να είμαι έξω, να χαιδεύει το δέρμα μου το πρωινό δροσερό αεράκι
πήγα στην κουζίνα, άνοιξα την πόρτα, την κουρτίνα: όχι, εδώ είναι ασφυκτικά, είναι σα χειμώνας, σα ζέστη, όλο σακούλες, ψώνια, αποδείξεις, φαγητά-όχι εδώ
στο σαλόνι, με μισάνοιχτες τις κουρτίνες για να φυσάει (και να τις κουνάει) συνεχίζω το φάντασμα και την κυρία μουίρ
ω, ο ναυτικός-φάντασμα την ερωτεύτηκε, κι αυτή το ίδιο, αλλά της λέει δεν είμαι πουθενά, δεν μπορεί να γίνει τίποτε μ' εμάς τους δύο, πρέπει να βγεις, αρκετά έμεινες κλεισμένη μέσα τόσους μήνες, γράφοντας το βιβλίο που σου υπαγόρευα για την ζωή των θαλασσινών που ρισκάρουν τη ζωή τους ταξιδεύοντας και κουβαλώντας εμπορεύματα κι ύστερα οι πλούσιοι, αυτοί που τα χρησιμοποιούν (τα εμπορεύματα), τους χλευάζουν (τους θαλασσινούς) για τη ζωή που ζουν, αμέριμνη, απερίσκεπτη, μέσα στο ρούμι...
ο εκδότης, συνεπαρμένος από την ωμή γλώσσα του βιβλίου, λέει αν δεν είχα μάννα και δυό αδελφές, θα ήμουν στη θάλασσα, να κινούμαι συνέχεια, να φεύγω, κι όχι εδώ καρφωμένος, να διαβάζω βιβλία-σάχλες που γράφει ο καθένας τους

* pleasing aesthetics

3 σχόλια:

RedHat είπε...

σε πόσα μέρη με πήγες μέσα σε μερικές σειρές λέξεων;
στην καλαμαριά να περπατάω -οχι να κάθομαι να πίνω καφέ, αυτόν τον απολαμβάνω μόνη μου- στο μπαλκόνι μου -πρέπει να το συμμαζέψω, είναι καιρός να καθόμαστε έξω, εστω και στριμωγμένοι-σε μια θάλασσα μακρινή και απόκοσμη -διαβάζω το Σμήνος αυτή την εποχή και είμαι επηρεασμένη- και μέσα στην τρυφερή μυρωδιά που έχουν οι χώροι που κατοικούνται απο βιβλία.
ενα υπέροχο ταξίδι.

Dee Dee είπε...

ελεφαντας;
παπαρουνες;
Σαν να ειναι τιτλος αλλης αναρτησης :)

Και στο Τριαδι που ειμαι εγω, αρκετα πανω απο την Καλαμαρια, βλεποντας απο μακρυα την ιδια πλευρα του Θερμαικου, ειναι μαγεια το καφεδακι στο μπαλκονι :) Οριστε να σε κερασω ενα, ακουμπησμενη σε ενα μεταλλικο μπλε ζωγραφισμενο στρογγυλο τραπεζακι και ακουγοντας μονο τα πουλια.

Η ψυχολογια των ναυτικων ειναι πολυ ξεχωριστη. Αγαπησα πολυ εναν ναυτικο καποτε και οταν ειχε πιασει πια στερια, ονειρευοταν να ζησουμε σε ενα φαρο :)

Μια υπεροχη εβδομαδα να εχεις!!

Σταυρούλα είπε...

Τι υπέροχη φωτογραφία!
Λοιπόν γιατί αυτό είναι τόσο υπέροχο ποστ, ξέρω. Είσαι εσύ, στο τι σκέφτεσαι, κάθε στιγμή.Έστω αποσπασματικά.
Μην παγιδεύεις τη σκέψη σου, κοριτσάκι μου, γιατί χάνουμε τα καλύτερα.

Φτιάξε τη γωνιά σου, μπορείς. ;)