13.2.07

λικέρ, ξανά.


Μα, ποια φρούτα είναι επιτέλους αυτής της εποχής τα κατάλληλα, να βάλω στα βάζα να κάνω λικέρ?
Να στολίστούν τα παράθυρα με τα χρώματα των φρούτων, με τους λόφους της ζάχαρης που θα μουλιάζουν σιγά-σιγά ώσπου να λιώσουν, με αρωματικά ξύλα κανέλας και γαρύφαλου...
Να τ΄αναποδογυρίζω καθημερινά, και να τ΄αφήσω να βράσουν παίζοντας με τον χειμωνιάτικο ήλιο, ώσπου να γίνουν ένα όλα τους τ΄αρώματα...
Να ζωντανέψουν επιτέλους τα παράθυρα. Κι εμείς, μαζί.

(ο πίνακας του Vilhelm Hammershoi)




* * * * * * *

12.2.07

η, των λιστών...

Όταν θα μάθεις -όταν θα καταφέρεις, ας πω καλύτερα- να ευχαριστιέσαι τις ημέρες της άδειάς σου χωρίς ενοχές, τότε θα έχεις κερδίσει μια πολύ μεγάλη μάχη.

Δεν ξέρω τι φταίει, δηλαδή για μένα, ξέρω: μεγάλωσα σ΄ ένα σπίτι όπου κάθε στιγμή αργίας θεωρούνταν σπατάλη χρόνου… Ενώ εμένα, οτι μου άρεζε πιο πολύ απ όλα, ήταν να κοιτάζω το υπερπέραν και να χάνομαι στις σκέψεις μου…
Φαντάσου τώρα τι ξυπνήματα έχω φάει!

Ακόμη το προσπαθώ, το να μην έχω πρόγραμμα για κ ά θ ε ημέρα της άδειάς μου.
(Μη γελιέσαι. Έχω, πάντα, για όλες τις μέρες… Αλλιώς παθαίνω πανικό!).



* * * * * * *

8.2.07

είναι κάτι μέρες...

Αν ήσουν εδώ, θα πηγαίναμε στης Μαρίας σήμερα το βράδυ, που μας κάλεσε για Τσικνοπέμπτη, τα τέσσερα κορίτσια, με τους άντρες τους.

Τα χέρια μου-και το μυαλό μου, είναι παράλυτα.

Θέλω, να δω τις φίλες μου, δεν είναι αυτό. Περνάμε ωραία μαζί.

Πριν μια ώρα, ψάχνοντας μια φωτογραφία με τις δύο μικρούλες μου μαζί, για να φέρω να τη βάλω στο καδράκι στην κουζίνα μας, μου φάνηκαν τόσο πολλές οι φωτογραφίες με τις φίλες μου-αυτές που βγάζουμε κάθε φορά που βγαίνουμε οι τέσσερις για να βλέπουμε πως εξελισσόμαστε (!) μέσα στο χρόνο, που αποφάσισα (επιτέλους) να τις απομονώσω από τις υπόλοιπες και να τις βάλω στο άλμπουμ που έχει χαρίσει σε όλες μας-ακριβώς γιαυτό το σκοπό, η Ανατολή. Τις ξεχώρισα και τις έβαλα. Σταματούσα σε όλες. Αλλού ήμουν κλαμένη, αλλού έλαμπα, αλλού ήμασταν μετά από λογομαχίες, αλλού ήταν συγκινητικά (όπως τότε που κόψαμε τη δική μας-βασιλόπιτα της παρέας, στα τέσσερα, μέσα στον Ανατολικό)…

Πονάει το κεφάλι μου, κι απ΄ έξω ακούγονται δυνατά ποντιακά εδώ και ώρες. Θέλω ησυχία, να κλείσω τα μάτια και να σταματήσουν όλα.

Άμα ήσουν εδώ, θα πηγαίναμε. Το ξέρω πως θα σου άρεζε, θα γνώριζες και τους άντρες τους. Θα γνώριζαν κι αυτοί εσένα. Παιδιά δεν θα έχει-μου το λένε πάντα σαν να είναι ένα επιχείρημα για να πάω… Βέβαια, εγώ τα κατάφερα έτσι, ποιόν μπορώ να κατηγορήσω?

Τι γκρίνια, Χριστέ μου, τι γκρίνια. Απ΄ το τίποτα, για το τίποτα…
Νομίζω ότι γεννήθηκα παραπονούμενη και στραβομουτσουνιασμένη, κι έτσι θα πεθάνω. Τόσα χρόνια, τόσες κουβέντες, τόσες σκέψεις, τόσα επιχειρήματα, κι ακόμη δεν μπόρεσα να το τακτοποιήσω αυτό, να βγάλω αυτήν την ξινίλα από τα μούτρα μου…Ποιο μπιζέλι, εδώ έχω ολόκληρη μπιζελόσουπα κάτω από το στρώμα μου… Και το πιο αστείο είναι ότι δεν μπορώ να έχω ξεκάθαρη εικόνα για τον εαυτό μου, συχνά-πυκνά νιώθω πως ότι με σημάδεψε πιο πολύ στη ζωή μου (ή, ήρθε κι έδεσε μ΄ αυτό που είμαι αληθινά-μία που δεν τολμάει να διαφωνήσει και γιαυτό βρίσκει ομορφιά και αξία σε κάθε τι-όσο και το νιώθει λίγο- που έχει), είναι η Πολυάννα που διάβαζα μικρή…

Τελικά θα κάνω αυτό που μπορώ, θα μείνω σπίτι. Και θα στεναχωρήσω (προσβάλλω να πω?) τα κορίτσια για ακόμη μια φορά. Για άλλη μια φορά θα με λυπηθούν, θα νευριάσουν, θα με κουβεντιάσουν, θα μου τηλεφωνήσουν την ώρα του μεγάλου κεφιού και θα προσφερθούν να έρθουν να με ξεκολλήσουν από το σπίτι.

Όμως, αν ήσουν εδώ, θα πηγαίναμε.

Τώρα έχω να αντιμετωπίσω και την δική σου επιτίμηση-εκτός αυτής των άλλων, με τον εαυτού μου που δεν καταλαβαίνω πρώτον απ΄ όλους.

Ήταν μια εφιαλτική μέρα σήμερα-στη δουλειά. Κρυώνω εκεί που κάθομαι, και εκτός από την πρακτική πλευρά του θέματος-όταν κρυώνεις πως μπορείς να δουλέψεις? πώς να κουνήσεις τα χέρια σου, πώς να γράψεις? έχω και την θεωρητική-αυτή που είναι γέννημα του (ξινο)μυαλού μου: να νιώθω το γεγονός ότι κρυώνω σαν προσβολή στην προσωπικότητά μου… Θέλω να δουλεύω ήρεμα, δεν θέλω να με πιέζουν, να με τρέχουν, κουράστηκα, είναι τόσα χρόνια πια. Δεν αντέχω. Θέλω να φύγω, θέλω να σταματήσω, να μην βλέπω κανέναν τους, να μην βγαίνω από τη ζέστη και την ησυχία του σπιτιού μου…

Λοιπόν, άμα ήσουν εδώ, θα πηγαίναμε, στο υπόσχομαι. Και θα το ευχαριστιόμουν τελικά, το ξέρω καλά. Κάθε φορά που με πίεσα να βγω ενώ δεν ήθελα (καθόλου) τελικά πέρασα πολύ ωραία-το παραδέχομαι. Και θα χαιρόντουσαν και τα κορίτσια. Κι αυτό θα μου έδινε μεγάλη χαρά. Και δεν θα πίστευαν ότι είμαι παράξενη, ή αγενής, κι ότι δεν κάνω καμιά προσπάθεια. Και δεν θα είχα αυτό το βάρος ότι τους στεναχωρώ.

Τώρα αυτό να το ποστάρω?




* * * * * * *

5.2.07

απορίες...

Η δασκάλα προτείνει στα παιδιά να γράψουν ένα ποίημα, βασισμένο σε έναν πίνακα της αρεσκείας τους... (Τι ωραία! Αλήθεια, συνηθίζονται τέτοια θαυμάσια στα σχολεία σήμερα, ή πέσαμε στην εξαίρεση?).
Η Χρύσα λοιπόν, που ξέρει να ξεχωρίζει τον Βαγκόγκ, τον Ντεγκά, τον Μονέ και τον Σαγκάλ-όχι απαραίτητα μεταξύ τους, αλλά από όλους τους υπόλοιπους, διάλεξε πίνακα, έγραψε και ποίημα:


Μια κυρία με ομπρέλα

με παιδιά και με αέρα

κίνησε να πάει στο λιβάδι

με αέρα και χαλάζι.



Όμως η κυρία αφήνει τα

παιδιά και φεύγει μακριά,

πάει μια βόλτα στην εξοχή

με την άνοιξη μαζί.



-Καλά βρε Χρύσα (ειλικρινά έκπληκτη η θεία, μετά την απο μνήμης και ως νεράκι τρέχουσα απαγγελία), πως μπορείς να το θυμάσαι απ΄έξω, και μάλιστα να το λές έτσι γρήγορα?
-Αφού είμαι ποιητής, εγώ το έγραψα. Λές να μην ξέρω απ΄έξω τα ποιήματά μου?



* * * * * * *

29.1.07

καθημερινά

Δεν μπόρεσα να μην την μοιραστώ αυτή τη φωτογραφία από το βλογ "καθημερινές φωτογραφίες απο το Kitakami, μια μικρή πόλη στην Βόρεια Ιαπωνία, και τα περίχωρα της".
Τόσο φωτεινά, τόσο ζωντανά, ταιριαστά-σαν ζευγάρι!
Κι ευτυχώς, το μπλε μου φαίνεται αρκετό για να κρατήσει μακριά το κακό μάτι...


* * * * * * *

25.1.07

...


Η αγάπη είναι δώρο.
Ούτε να την πάρεις μπορείς, ούτε να την δώσεις, με το ζόρι.
Μόνο να τη νιώσεις γίνεται.
Αν αφεθείς.

* * * * * * *

Μερικές φορές παθαίνω πανικό. Και πολύ καλά παθαίνω, μπας και μάθω, γιατί χρόνια τώρα διατείνομαι ότι δεν καταλαβαίνω τι είναι αυτές οι κρίσεις πανικού που παθαίνουν οι άνθρωποι, που τους λούζει κρύος ιδρώτας, πετάει η καρδιά τους και χάνουν τον κόσμο κάτω από τα πόδια τους.
Ενώ για τον εαυτό μου-κοίτα χάιδεμα, κοίτα ευφημισμό, κοίτα εγωισμό-δεν το λέω ιατρικά: κρίσεις πανικού, το λέω παθαίνω πανικό.
Ζαλίζομαι από το φόβο, και η γη φεύγει κάτω από τα πόδια μου.
Μερικές άλλες φορές πάλι, νιώθω τόσο ήρεμη, σαν να μην μπορεί τίποτα να με πονέσει. Αυτό βέβαια δεν είναι και καλό, διότι πόση ευτυχία μπορεί να έχει μια παγοκολόνα, πόση ευτυχία και πόσο μέλλον ζωγραφισμένο μπροστά της?
Γενικά, η τραμπάλα που λέγαμε, είναι ακόμη μέσα μου. Τρελαίνει εμένα κυρίως, γιατί στην ηλικία μου, όλοι οι γύρω έχουν πια πάρει το δρόμο τους, και έχουν απηυδείσει επίσης, και δεν ασχολούνται με το δικό μου κουβάρι-έχουν τα δικά τους.
Μόνο οι συνάδελφοι τρώνε στη μάπα τα μούτρα μου καθημερινά, και ο αγαπημένος μου, που δεν ξέρω πόσο ακόμα θα αντέξει.
Εγώ πάντως αντέχω ακόμα.

(Αυτό το απηυδείσει άθλιο μου φαίνεται, μέχρι και το word αρνήθηκε να το αναγνωρίσει, αλλά δεν βρήκα άλλο τρόπο-γραφής, ούτε άλλη λέξη-ταιριαστή, απήυδησα-το κράτησα!).




* * * * * * *

23.1.07

ενας χρόνος λεμόνια

Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθήση
ο ήλιος και το σούρουπο ακολουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να 'ναι.

Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση•
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,
αν στάξει γι' αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.

Κι αν πιούν θολό νερό ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι,
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται...

Αν δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.

Το 1984, κάποιο μήνα του Φθινοπώρου, στα (ηλεκτρονικά) Las Vegas, μετέφρασα στα αγγλικά (και στο πόδι) αυτό το ποίημα του Λορέντζου Μαβίλη, με προοπτική να γίνει heavy metal επιτυχία από ένα γκρουπ του σχολείου, από το οποίο μόλις είχαμε όλοι μας αποφοιτήσει.
(Τα λόγια που άκουσα από τον μπαμπά μου για το ποιόν μου, όταν άκουσε ότι πήγα εκεί (στα L.V.)-αν και ήταν η μόνη, πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή μου, ούτε θα τα επαναλάβω εδώ, ούτε που θέλω να τα θυμάμαι, αν και μου είναι επίσης αδύνατον να τα ξεχάσω, ακόμη και σήμερα-είκοσι τόσα χρόνια μετά).

Ο πρώτος στίχος τριβέλιζε σήμερα το μυαλό μου, κατεβαίνοντας στο κέντρο της πόλης: «καλότυχοι οι νεκροί, καλότυχοι, καλότυχοι, οι νεκροί, που λησμονάνε, που λησμονάνε, που λησμονάνε την πικρία της ζωής»…. Κι άλλα, κι άλλα.
Ήταν οι τελευταίες κουβέντες που άκουσα στη δουλειά, ήταν και ο καιρός, είναι κάπως και εκ του φυσικού μου (η γκρίνια κι η λεμονο-ξινίλα…).

Πήρα ένα ζευγάρι μπότες. Μαύρες. Στρογγυλές από μπροστά, λίγο καουμπόικες και λίγο ιππασίας. Ένα νούμερο μεγαλύτερες (όπως πάντα-γιατί το δικό μου μέγεθος είναι κάτω του μέσου όρου και δεν υπάρχει ποτέ στα καταστήματα), αλλά η πωλήτρια μου έβαλε πατάκια…

Τώρα τις φοράω και περπατάω στο σπίτι σαν παπουτσωμένος γάτος-και χαίρομαι τόσο, που δεν θέλω να τις βγάλω!
Τις φοράω με το παντελόνι της πιτζάμας μου που είναι κρεμ, με γαλάζια και μπλε αρκουδάκια, και διαβάζω τα πόστς του κόσμου.
Και έχει ησυχία, και μπότες, και φίλους γύρω που γράφουν και επικοινωνούν, και χαίρομαι, και δεν λέω πια καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε.




* * * * * * *

21.1.07

βουτήματα...

Είναι κάτι μέρες που τα χέρια μου, πονάνε πολύ. Δηλαδή ολόκληρη σχεδόν πονάω, κι όχι ακριβώς πονάω, περισσότερο θα το έλεγα «τρίζω» (!): οι παλάμες, οι ώμοι, η πλάτη, ο αυχένας, η μέση οι αστράγαλοι…

Τα χέρια όμως, είναι το πιο δύσκολο: από τους καρπούς και κάτω, σαν να έχουν μια ανησυχία, σαν να θέλουν κάποιο άλλο χέρι να τα κρατήσει, να τα μαλάξει, να τα τρίψει. Εκείνες τις μέρες τα τρίβω συνέχεια, τα πατάω, κάθομαι επάνω τους, στρίβω πέρα-δώθε τα δάκτυλα...

Ανακούφιση φέρνει το ζεστό νερό και η ακινησία-μα που αυτά, μ αυτό το ίντερνετ-του διαβόλου (αλλά και των αγγέλων) που έχω μπλέξει...

Μάλλον είναι κάποιο είδος αρθρίτιδας-εκεί έχω καταλήξει, καθώς ο τελευταίος γιατρός που επισκεύθηκα σχεδόν με έδιωξε, κι ούτε καν δεν πτοήθηκε όταν του είπα "δεν είστε καλός γιατρός, γιατί δεν βρίσκετε τι έχω-γιατί κάτι έχω, το νιώθω...", μόνο γέλασε : φύγε και πάνε να γίνεις ευτυχισμένη, ούτε τίποτα έχεις, ούτε φάρμακα χρειάζεσαι.

Λοιπόν τέτοιες μέρες σκέφτομαι και αγαλιάζω το βούτημα στη μεγάλη γούρνα του Λαγκαδά, την παλιά, τη μαρμάρινη, με τον μεγάλο θόλο, τον βαμμένο με γαλάζια λαδομπογιά.

Έχει τύχει, (ναι, τύχη!), μεσημέρια-μετά τη δουλειά, σχεδόν μόνη-ή με κάποια ήσυχη, χοντρή γιαγιά παρέα, να απλώνω τα χέρια πάνω στα ζεστά μάρμαρα και να πετάω, με το φως που μπαίνει χορεύοντας από το παραθυράκι στην κορυφή...

Όχι, δεν έχω πάει σε αντίστοιχο λουτρό της Πόλης. Ναι, έχω πάει σε σπά (σε υπόγειο) ξενοδοχείου-στριμωχτή πολυτέλεια που μυρίζει χλώριο.

Ααα, εκεί στο Λαγκαδά, εκείνη είναι η πραγματική πολυτέλεια-εκεί νιώθεις τουλάχιστον…χανούμισσα...

(Στην Αθήνα άραγε, έχει Λαγκαδά??)




* * * * * * *

17.1.07

να μη στεναχωριέσαι για τίποτα


Σήμερα το μεσημέρι-με τον ήλιο, με έπιασα-πάλι,
να κάνω σχέδια.
Με έπιασα, λέω, σαν παιδί που το έπιασαν
με το δάχτυλο στο μέλι.
Είχα ξεχάσει πως μπορείς να έχεις μέλλον μπροστά σου,
πάει τόσος καιρός,
το είχα ξεγράψει-για μένα-σ΄αυτή τουλάχιστον
τη ζωή.
Είναι τόσο όμορφο, τόσο απλό, τόσο προφανές,
μα εγώ ξέρω
πως είναι δώρο.




* * * * * * *

13.1.07

ποτέ πια


How rich art is.
If one can only remember what one has seen,
one is never without food for thought or truly lonely,
never alone.

(Vincent Van Gogh to Theo, Laeken, 15 November 1878)



* * * * * * *

10.1.07

σύμπτωση?



Σήμερα άκουσα (για) τρείς ανθρώπους που αγαπούν τη ζωή.

Ο ένας έφυγε.
Άνοιξε τα μάτια, κι ενώ όλοι πίστευαν οτι είναι σε κώμα και δεν καταλαβαίνει, αυτός έσφιξε το χερι του γιού του και ψιθύρισε "φεύγω"...
Τους αποχαιρέτησε, και τώρα είναι στο ψυγείο, περιμένει την αδελφή του απο τη Γερμανία να τον χαιρετήσει κι αυτή.
"Ήθελε να ζήσει, δεν έπρεπε να φύγει", μου είπε ο γιός του.
Τι περίεργο, ε? Κι ας μπορούσαν να πιάσουν τόμους αυτά που έζησε, αν τα έγραφε κανείς. Αυτός ήθελε να ζήσει κι άλλο. Για να πίνει (κι άλλες) μπύρες και να καπνίζει, να χορτάσει τις βόλτες και τα πειράγματα, να χορτάσει και τις επτά εγγονές του, και τον έναν-τον τελευταίο, που πήρε δυό μήνες πρίν το όνομα του.

Ο άλλος ήρθε πιο κοντά στη γυναίκα του.
Να ΄ναι άραγε η κρίση των σαράντα? Έκπληκτη, ενώ για χρόνια τον έβλεπε μια να την πλησιάζει και μια να απομακρύνεται, τώρα τον ακούει να λέει "σ΄αγαπώ (αυτό το περιβόητο...), θέλω να είμαι μαζί σου, δεν θέλω να πεθάνω"...

Ο τρίτος τώρα που μιλάμε, δουλεύει.
Έχει χρόνια που, τον φόβο τον κοίταξε στα μάτια και τον τρόμαξε. Δεν τον έδιωξε, τον κράτησε συγκάτοικο, παρέα, να του θυμίζει πως ζεί.
Ξέρει καλά πως "δεύτερη ζωή δεν έχει", και γι΄αυτό είναι έτοιμος να κάνει οτι χρειαστεί για να ζήσει σαν 'Ανθρωπος αυτήν που έχει μπροστά του.
Είπε σήμερα πως, αν καταλάβει πως κάνοντας ότι κάνει δεν ζεί τη -μοναδική- ζωή του, θα σηκωθεί να φύγει, να αλλάξει δουλειά, να αλλάξει πόλη, να αλλάξει... οτιδήποτε χρειαστεί, αρκεί να ζεί.

* Υπάρχει και τέταρτο θέμα - το οποίο ήταν ο καταλύτης που συγκέντρωσε μαζί (στο μυαλό μου) όλα τα παραπάνω, σημερινά: η κουβέντα για το παιχνδί (παιχνίδι?) "δεύτερη ζωή"...

** Ο πίνακας είναι του Camille Corot.





* * * * * * *

6.1.07

προσευχή

...απόδιωξε από μέσα μου το πνεύμα της οκνηρίας,
της δειλίας,
της δίψας για εξουσία,
της άσκοπης φλυαρίας

και χάρισε μου το πνεύμα της αγνότητας,
της μετριοφροσύνης, της ταπεινοφροσύνης
και της αγάπης...

Πάλι από το Μαρτυρολόγιο του Αντρέι Ταρκόφκι. Για να ξεκινήσει το 2007 όπως τελείωσε το 2006, (κι έτσι να συνεχίσει...).
Ο "μικρός άγγελος που παίζει μουσική" του Rosso Fiorentino, από την Πινακοθήκη Ουφίτσι της Φλωρεντίας.


* * * * * * *

30.12.06

ένας εγωιστής...


Ω, δεν πρόλαβα, παρά λίγο...
Χθες λοιπόν, έκλεισαν 20 χρόνια από το θάνατο του Αντρέι Ταρκόφσκι στις 29 Δεκεμβρίου του 1986.
Αντιγράφω ένα απόσπασμα από το Μαρτυρολόγιο (ημερολόγια 1970-1986).

Κάποια στιγμή ο πατέρας μου γύρισε και μου είπε, δεν ξέρω για ποιο λόγο: το καλό είναι παθητικό, ενώ το κακό ενεργητικό.
Ίσως να είμαι εγωιστής, όμως ενώ αγαπώ τον πατέρα μου, τη μητέρα μου, τη γυναίκα μου και τον γιό μου πάνω απ΄όλα, με βασανίζει μια μόνιμη δυσκαμψία, που με εμποδίζει να εξωτερικεύω τα συναισθήματά μου.
Η αγάπη μου είναι, κατά κάποιο τρόπο, παθητική, ίσως να θέλω απλώς να μ΄αφήνουν στην ησυχία μου ή αν είναι δυνατόν να με ξεχνάνε.
Δεν θά ΄θελα να υπολογίζω στην αγάπη τους, κι απο κείνους ζητάω να μου δώσουν την ελευθερία μου.
Όμως αυτή η ελευθερία δεν υπάρχει κι ούτε πρόκειται να υπάρξει.
Θέλω μονάχα να μ΄αφήσουν ήσυχο και να μη με θεωρούν άγιο.
Δεν είμαι ούτε άγιος ούτε άγγελος. Είμαι ένας εγωιστής που περισσότερο απ΄οτιδήποτε άλλο στον κόσμο, φοβάται μη δυστυχήσουν εκείνοι που αγαπά.




* * * * * * *

29.12.06

τέλος χρόνου


Το βράδυ της παραμονής δεν κοιμάμαι αν πρώτα δεν τακτοποιήσω το σπίτι. Θέλω να είναι όλα καθαρά και στη θέση τους, κι η αυγή του νέου χρόνου να βρει το σπίτι μου ήρεμο και ζεστό.
Δεν ξέρω αν είναι φυσιολογικό αυτό. Αλλά εγώ το χρειάζομαι.

* * *

Κάπου είχα διαβάσει, κάποτε, πως όπως περνάς την πρώτη μέρα του χρόνου, έτσι θα περάσεις και όλη σου τη χρονιά.
Φέτος, τη μέρα της πρωτοχρονιάς θα ταξιδεύω.

* * *

Μερικές φορές τρομάζω, όταν με πιάνω σκέφτομαι πως θα ήθελα να γινόταν να μην έβγαινα ποτέ από το σπίτι. Μα, δε μου λείπουν οι φίλοι μου; Ο ήλιος; Ο καιρός;
Όμως, χρειάζομαι ησυχία για να ξέρω ποια είμαι, μέσα σε κόσμο δεν με αναγνωρίζω-έτσι, τότε, δεν θέλω να με γνωρίζω.

* * *

Έχω ήδη τις τρείς νονές. Για την περίπτωση που θα χρειαστούν.

* * *

Στρουθοκάμηλος, η φυγόπονος.




* * * * * * *

24.12.06

Χριστός γεννέθεν χαράν σον κόσμον

Είπε, ότι η ζωή είναι σαν να κινείς μαριονέτες : όλο κλωστές-κλωστές, άλλοτε να τραβάς τη μια κι άλλοτε την άλλη, να είσαι πάντα έτοιμος, και να κάνεις μονάχα ότι πρέπει να γίνει εκείνη την στιγμή.
Σαν αυτόν που κινεί τις κούκλες, πρέπει να μπορείς να κρίνεις, και να δίνεις την προσοχή και την φροντίδα σου μόνο σε ότι έχει βαρύτητα εκείνη τη ώρα στη ζωή σου. Τίποτα πολύ, τίποτα για πάντα, όλα σε μια προσπάθεια να κρατήσεις την ισορροπία, και να φτάσεις στο τέλος έχοντας ζήσει μια ζωή ουσιαστική αλλά και αξιοπρεπή.
Είπε, η μαμά μου.
Και δέχτηκε σαν να είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο, το να είμαι εδώ και όχι εκεί, γιατί της είπα ότι έβαλα λαμπάκια στα παράθυρα και κάθομαι στο σκοτάδι και τα χαίρομαι.
Το μόνο που πρέπει να κάνεις τώρα, είναι να ξεκουραστείς, είπε.




* * * * * * *

20.12.06

...το καλύτερο



Τινάξαμε τα χαλιά, πετάξαμε τα σκουπίδια, αλλάξαμε διακόσμηση,
νέα χρόνια, νέα ζωή.
Και με το αριστερό και με το δεξί, μαζί.
Ωραία.



* * * * * * *

17.12.06

με οικογένεια

Ζούσα σε ένα σπίτι με θέα ….., διαβάζοντας βιβλία, σκεπτόμενη τους άνδρες και την δουλειά. Γκρίνιαζα, έκανα την τρίχα τριχιά.
Τώρα έχω οικογένεια.

Δεν είναι ζωή να κάθεσαι να μιζεριάζεις και να λες: "Γιατί δεν με αξιοποιούν στη δουλειά;", "Γιατί δεν με καταλαβαίνουν οι άνδρες;". Ξέρω πολλές γυναίκες που είναι στην ίδια κατάσταση με μένα. Είναι μόνες τους, "αυτάρκεις" και ζουν μια ψευδαίσθηση. Τη ζωή όμως τη ζεις μέσα από την οικογένεια.

Η dark maiden με οδήγησε στη συνέντευξη που έδωσε η Ελένη Καλογεροπούλου στον Σταύρο Θεοδωράκη, στα ΝΕΑ του Σαββάτου.

Ανατρίχιασα, ντράπηκα, χάρηκα, φοβήθηκα, έχωσα το κεφάλι μου στο χώμα-να μη βλέπω τα δύσκολα-όπως πάντα, μα αυτή τη φορά το ξανάβγαλα.
Και την θαύμασα πάρα πολύ, γιατί αυτό της το βήμα μου φάνηκε το πιο δύσκολο απ όλα, στις διαδρομές που έχει κάνει ως τώρα μέσα σε αγνώστους και σε πολέμους.




* * * * * * *

12.12.06

Χριστουγεννιάτικη γιορτή

-Σου είπα, δεν θέλω να φορέσω πράσινη μπλούζα και μαύρο κολάν, φούστα θέλω να φορέσω…
-Μα, Χρύσα, είδες ποτέ σου εσύ ξωτικό με φούστα?
-Εγώ δεν θέλω να είμαι ξωτικό. Θέλω να είμαι εξωτικό…





* * * * * * *

7.12.06

Τι καλά, τι καλά, άρχισε να Χριστουγεννιάζει…!!!


Μ΄ αρέσουν πολύ τα χριστούγεννα, πάρα πολύ. Αν ήταν δυνατόν, θα τα γιόρταζα όλο το χρόνο. Που τα γιορτάζω δηλαδή, αν λάβει κανείς υπόψη ότι έχω δύο γατάκια με κόκκινα κασκόλ, αγκαλιασμένα, σε μια κούνια κάτω από την επιγραφή «merry christmas» κρεμασμένα στον τοίχο όλο το χρόνο, και παραδίπλα μερικές μπαλίτσες με χριστουγεννιάτικες σκηνές-απ΄ αυτές που τις κουνάς και τα χιονάκια στροβιλίζονται μέσα στο νερό τόσο αργά κι απαλά που νομίζεις ότι είσαι εκεί μέσα και πετάς…

Μ΄ αρέσει που στο ραδιόφωνο έχει ΟΛΗ μέρα χριστουγεννιάτικα τραγούδια, μ αρέσει ν ακούω ξανά και ξανά το Last Christmas I Gave You My Heart-και να θυμάμαι το βιντεοκλίπ με την παρέα μέσα στα χιόνια, μ αρέσει που όπου και να κοιτάξεις αναβοσβήνουν φωτάκια, μέρα-νύχτα, όμορφα και κακόγουστα, μ αρέσει που όλα γίνονται κόκκινα πράσινα και άσπρα, και που η τηλεόραση παίζει ταινίες με χιόνια-και στο βάθος φαίνεται Το Σπίτι, γεμάτο φως, μυρωδιές και ζεστασιά…

Ξέρω πολύ καλά ότι οι οικογενειακές συγκεντρώσεις που φαίνονται τόσο θαυμάσιες στις ταινίες, πάντα, (πάντα, σας λέω), αποτυχαίνουν. Όσο κι αν αρχίσεις τα σχέδια βδομάδες πριν, τα ψώνια και τις ετοιμασίες απο μέρες, όσο κι αν η διακόσμηση του σπιτιού και του τραπεζιού είναι καλύτερη κι απο περιοδικού…

Μετά το φαί, κι αφού ειπωθούν όλων των λογιών οι καλές κουβέντες για τη γέμιση της γαλοπούλας και τις πατατούλες φούρνου, μετά όλοι θέλουν να γυρίσουν στα σπίτια τους για να ησυχάσουν. Τα ταπεράκια με τα υπολείμματα γεμίζουν-συνοδεία αγάπης σ αυτούς που για τη χαρά τού να τους έχεις όλους μαζεμένους γύρω σου μαγείρεψες, και η πόρτα κλείνει.

Τα τελευταία χρόνια πέρασα πολύ όμορφα χριστούγεννα αυτές τις ώρες τις «μετά», με την σκέψη ότι αύριο-δεν-θα-κάνω-απολύτως-τίποτα γιατί είναι ΠΑΛΙ αργία, ότι θα φάω ΠΑΛΙ γέμιση από την (ευτυχώς πολλή!) που περίσσεψε, ότι -επιτέλους- θα αδειάσει το κεφάλι μου μέσα στην ερημιά του σπιτιού από όλα που το βαραίνουν (μπας και βρω εμένα...).

Τα Χριστούγεννα για μένα είναι ταυτισμένα με τη λέξη ΣΠΙΤΙ- γεμάτο φως, μυρωδιές και ζεστασιά…
(Καταλαβαίνεις γιατί δίπλα σου νιώθω συνέχεια Χριστούγεννα?)






* * * * * * *