
* * * * * * *
Αν ήσουν εδώ, θα πηγαίναμε στης Μαρίας σήμερα το βράδυ, που μας κάλεσε για Τσικνοπέμπτη, τα τέσσερα κορίτσια, με τους άντρες τους.
Πριν μια ώρα, ψάχνοντας μια φωτογραφία με τις δύο μικρούλες μου μαζί, για να φέρω να τη βάλω στο καδράκι στην κουζίνα μας, μου φάνηκαν τόσο πολλές οι φωτογραφίες με τις φίλες μου-αυτές που βγάζουμε κάθε φορά που βγαίνουμε οι τέσσερις για να βλέπουμε πως εξελισσόμαστε (!) μέσα στο χρόνο, που αποφάσισα (επιτέλους) να τις απομονώσω από τις υπόλοιπες και να τις βάλω στο άλμπουμ που έχει χαρίσει σε όλες μας-ακριβώς γιαυτό το σκοπό, η Ανατολή. Τις ξεχώρισα και τις έβαλα. Σταματούσα σε όλες. Αλλού ήμουν κλαμένη, αλλού έλαμπα, αλλού ήμασταν μετά από λογομαχίες, αλλού ήταν συγκινητικά (όπως τότε που κόψαμε τη δική μας-βασιλόπιτα της παρέας, στα τέσσερα, μέσα στον Ανατολικό)…
Νομίζω ότι γεννήθηκα παραπονούμενη και στραβομουτσουνιασμένη, κι έτσι θα πεθάνω. Τόσα χρόνια, τόσες κουβέντες, τόσες σκέψεις, τόσα επιχειρήματα, κι ακόμη δεν μπόρεσα να το τακτοποιήσω αυτό, να βγάλω αυτήν την ξινίλα από τα μούτρα μου…Ποιο μπιζέλι, εδώ έχω ολόκληρη μπιζελόσουπα κάτω από το στρώμα μου… Και το πιο αστείο είναι ότι δεν μπορώ να έχω ξεκάθαρη εικόνα για τον εαυτό μου, συχνά-πυκνά νιώθω πως ότι με σημάδεψε πιο πολύ στη ζωή μου (ή, ήρθε κι έδεσε μ΄ αυτό που είμαι αληθινά-μία που δεν τολμάει να διαφωνήσει και γιαυτό βρίσκει ομορφιά και αξία σε κάθε τι-όσο και το νιώθει λίγο- που έχει), είναι η Πολυάννα που διάβαζα μικρή…
Τελικά θα κάνω αυτό που μπορώ, θα μείνω σπίτι. Και θα στεναχωρήσω (προσβάλλω να πω?) τα κορίτσια για ακόμη μια φορά. Για άλλη μια φορά θα με λυπηθούν, θα νευριάσουν, θα με κουβεντιάσουν, θα μου τηλεφωνήσουν την ώρα του μεγάλου κεφιού και θα προσφερθούν να έρθουν να με ξεκολλήσουν από το σπίτι.
Όμως, αν ήσουν εδώ, θα πηγαίναμε.
Τώρα έχω να αντιμετωπίσω και την δική σου επιτίμηση-εκτός αυτής των άλλων, με τον εαυτού μου που δεν καταλαβαίνω πρώτον απ΄ όλους.
Η αγάπη είναι δώρο.
Ούτε να την πάρεις μπορείς, ούτε να την δώσεις, με το ζόρι.
Μόνο να τη νιώσεις γίνεται.
Αν αφεθείς.
* * * * * * *
Ενώ για τον εαυτό μου-κοίτα χάιδεμα, κοίτα ευφημισμό, κοίτα εγωισμό-δεν το λέω ιατρικά: κρίσεις πανικού, το λέω παθαίνω πανικό.
Ζαλίζομαι από το φόβο, και η γη φεύγει κάτω από τα πόδια μου.
Μερικές άλλες φορές πάλι, νιώθω τόσο ήρεμη, σαν να μην μπορεί τίποτα να με πονέσει. Αυτό βέβαια δεν είναι και καλό, διότι πόση ευτυχία μπορεί να έχει μια παγοκολόνα, πόση ευτυχία και πόσο μέλλον ζωγραφισμένο μπροστά της?
Γενικά, η τραμπάλα που λέγαμε, είναι ακόμη μέσα μου. Τρελαίνει εμένα κυρίως, γιατί στην ηλικία μου, όλοι οι γύρω έχουν πια πάρει το δρόμο τους, και έχουν απηυδείσει επίσης, και δεν ασχολούνται με το δικό μου κουβάρι-έχουν τα δικά τους.
Μόνο οι συνάδελφοι τρώνε στη μάπα τα μούτρα μου καθημερινά, και ο αγαπημένος μου, που δεν ξέρω πόσο ακόμα θα αντέξει.
Εγώ πάντως αντέχω ακόμα.
Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση•
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,
αν στάξει γι' αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.
Κι αν πιούν θολό νερό ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι,
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται...
Αν δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.
Το 1984, κάποιο μήνα του Φθινοπώρου, στα (ηλεκτρονικά) Las Vegas, μετέφρασα στα αγγλικά (και στο πόδι) αυτό το ποίημα του Λορέντζου Μαβίλη, με προοπτική να γίνει heavy metal επιτυχία από ένα γκρουπ του σχολείου, από το οποίο μόλις είχαμε όλοι μας αποφοιτήσει.
(Τα λόγια που άκουσα από τον μπαμπά μου για το ποιόν μου, όταν άκουσε ότι πήγα εκεί (στα L.V.)-αν και ήταν η μόνη, πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή μου, ούτε θα τα επαναλάβω εδώ, ούτε που θέλω να τα θυμάμαι, αν και μου είναι επίσης αδύνατον να τα ξεχάσω, ακόμη και σήμερα-είκοσι τόσα χρόνια μετά).
Ήταν οι τελευταίες κουβέντες που άκουσα στη δουλειά, ήταν και ο καιρός, είναι κάπως και εκ του φυσικού μου (η γκρίνια κι η λεμονο-ξινίλα…).
Τις φοράω με το παντελόνι της πιτζάμας μου που είναι κρεμ, με γαλάζια και μπλε αρκουδάκια, και διαβάζω τα πόστς του κόσμου.
Και έχει ησυχία, και μπότες, και φίλους γύρω που γράφουν και επικοινωνούν, και χαίρομαι, και δεν λέω πια καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε.
Είναι κάτι μέρες που τα χέρια μου, πονάνε πολύ. Δηλαδή ολόκληρη σχεδόν πονάω, κι όχι ακριβώς πονάω, περισσότερο θα το έλεγα «τρίζω» (!): οι παλάμες, οι ώμοι, η πλάτη, ο αυχένας, η μέση οι αστράγαλοι…
Τα χέρια όμως, είναι το πιο δύσκολο: από τους καρπούς και κάτω, σαν να έχουν μια ανησυχία, σαν να θέλουν κάποιο άλλο χέρι να τα κρατήσει, να τα μαλάξει, να τα τρίψει. Εκείνες τις μέρες τα τρίβω συνέχεια, τα πατάω, κάθομαι επάνω τους, στρίβω πέρα-δώθε τα δάκτυλα...
Ανακούφιση φέρνει το ζεστό νερό και η ακινησία-μα που αυτά, μ αυτό το ίντερνετ-του διαβόλου (αλλά και των αγγέλων) που έχω μπλέξει...
Μάλλον είναι κάποιο είδος αρθρίτιδας-εκεί έχω καταλήξει, καθώς ο τελευταίος γιατρός που επισκεύθηκα σχεδόν με έδιωξε, κι ούτε καν δεν πτοήθηκε όταν του είπα "δεν είστε καλός γιατρός, γιατί δεν βρίσκετε τι έχω-γιατί κάτι έχω, το νιώθω...", μόνο γέλασε : φύγε και πάνε να γίνεις ευτυχισμένη, ούτε τίποτα έχεις, ούτε φάρμακα χρειάζεσαι.
Λοιπόν τέτοιες μέρες σκέφτομαι και αγαλιάζω το βούτημα στη μεγάλη γούρνα του Λαγκαδά, την παλιά, τη μαρμάρινη, με τον μεγάλο θόλο, τον βαμμένο με γαλάζια λαδομπογιά.
Έχει τύχει, (ναι, τύχη!), μεσημέρια-μετά τη δουλειά, σχεδόν μόνη-ή με κάποια ήσυχη, χοντρή γιαγιά παρέα, να απλώνω τα χέρια πάνω στα ζεστά μάρμαρα και να πετάω, με το φως που μπαίνει χορεύοντας από το παραθυράκι στην κορυφή...
Όχι, δεν έχω πάει σε αντίστοιχο λουτρό της Πόλης. Ναι, έχω πάει σε σπά (σε υπόγειο) ξενοδοχείου-στριμωχτή πολυτέλεια που μυρίζει χλώριο.
Ααα, εκεί στο Λαγκαδά, εκείνη είναι η πραγματική πολυτέλεια-εκεί νιώθεις τουλάχιστον…χανούμισσα...
(Στην Αθήνα άραγε, έχει Λαγκαδά??)
Το βράδυ της παραμονής δεν κοιμάμαι αν πρώτα δεν τακτοποιήσω το σπίτι. Θέλω να είναι όλα καθαρά και στη θέση τους, κι η αυγή του νέου χρόνου να βρει το σπίτι μου ήρεμο και ζεστό.
Δεν ξέρω αν είναι φυσιολογικό αυτό. Αλλά εγώ το χρειάζομαι.
Κάπου είχα διαβάσει, κάποτε, πως όπως περνάς την πρώτη μέρα του χρόνου, έτσι θα περάσεις και όλη σου τη χρονιά.
Φέτος, τη μέρα της πρωτοχρονιάς θα ταξιδεύω.
Μερικές φορές τρομάζω, όταν με πιάνω σκέφτομαι πως θα ήθελα να γινόταν να μην έβγαινα ποτέ από το σπίτι. Μα, δε μου λείπουν οι φίλοι μου; Ο ήλιος; Ο καιρός;
Όμως, χρειάζομαι ησυχία για να ξέρω ποια είμαι, μέσα σε κόσμο δεν με αναγνωρίζω-έτσι, τότε, δεν θέλω να με γνωρίζω.
Έχω ήδη τις τρείς νονές. Για την περίπτωση που θα χρειαστούν.
Στρουθοκάμηλος, η φυγόπονος.
Είπε, ότι η ζωή είναι σαν να κινείς μαριονέτες : όλο κλωστές-κλωστές, άλλοτε να τραβάς τη μια κι άλλοτε την άλλη, να είσαι πάντα έτοιμος, και να κάνεις μονάχα ότι πρέπει να γίνει εκείνη την στιγμή.
Σαν αυτόν που κινεί τις κούκλες, πρέπει να μπορείς να κρίνεις, και να δίνεις την προσοχή και την φροντίδα σου μόνο σε ότι έχει βαρύτητα εκείνη τη ώρα στη ζωή σου. Τίποτα πολύ, τίποτα για πάντα, όλα σε μια προσπάθεια να κρατήσεις την ισορροπία, και να φτάσεις στο τέλος έχοντας ζήσει μια ζωή ουσιαστική αλλά και αξιοπρεπή.
Είπε, η μαμά μου.
Και δέχτηκε σαν να είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο, το να είμαι εδώ και όχι εκεί, γιατί της είπα ότι έβαλα λαμπάκια στα παράθυρα και κάθομαι στο σκοτάδι και τα χαίρομαι.
Το μόνο που πρέπει να κάνεις τώρα, είναι να ξεκουραστείς, είπε.
Η dark maiden με οδήγησε στη συνέντευξη που έδωσε η Ελένη Καλογεροπούλου στον Σταύρο Θεοδωράκη, στα ΝΕΑ του Σαββάτου.
Ανατρίχιασα, ντράπηκα, χάρηκα, φοβήθηκα, έχωσα το κεφάλι μου στο χώμα-να μη βλέπω τα δύσκολα-όπως πάντα, μα αυτή τη φορά το ξανάβγαλα.
Και την θαύμασα πάρα πολύ, γιατί αυτό της το βήμα μου φάνηκε το πιο δύσκολο απ όλα, στις διαδρομές που έχει κάνει ως τώρα μέσα σε αγνώστους και σε πολέμους.
Μετά το φαί, κι αφού ειπωθούν όλων των λογιών οι καλές κουβέντες για τη γέμιση της γαλοπούλας και τις πατατούλες φούρνου, μετά όλοι θέλουν να γυρίσουν στα σπίτια τους για να ησυχάσουν. Τα ταπεράκια με τα υπολείμματα γεμίζουν-συνοδεία αγάπης σ αυτούς που για τη χαρά τού να τους έχεις όλους μαζεμένους γύρω σου μαγείρεψες, και η πόρτα κλείνει.
(Καταλαβαίνεις γιατί δίπλα σου νιώθω συνέχεια Χριστούγεννα?)