Πέρασαν 24 χρόνια από κείνο το Μάιο των Πανελλαδικών, που η μαμά μού έφερνε καθαρισμένα καροτάκια και χυμούς πορτοκάλι κάθε λίγο, που είχα τα πατζούρια του δωματίου κατεβασμένα όλη τη μέρα για να μη μπαίνει φως, και την πόρτα κλειστή, και ούρλιαζα στην αδελφή μου όποτε άνοιγε να μπει μέσα.
Προς τι όλα αυτά; Ούτε να μπω στο Πανεπιστήμιο ήθελα-όσο συνειδητά θα έπρεπε. Να τελειώνουν μια ώρα αρχύτερα οι εξετάσεις ήθελα, κι όσο το δυνατόν πιο αίσια, ώστε να μη χρειαστεί να ξαναπεράσω τη διαδικασία του διαβάσματος και των εξετάσεων.
Και επαναλαμβάνω, προς τι όλα αυτά; Άντε και πέρασα, και με καλή σχετικά σειρά (30 στους 300), στην πρώτη σχολή της επιλογής μου. Ήμουν τόσο σκασμένη από το διάβασμα και τόσο αδιάφορη για τη σχολή όπου πέρασα, που δεν ξαναδιάβασα ποτέ από τότε. Πέρασα τσάτρα-πάτρα μερικά μαθήματα, και να ‘μαι τώρα, 24 χρόνια μετά, χωρίς πτυχίο, με 21 χρόνια δουλειάς στην πλάτη μου, στο κατώφλι της σύνταξης.
Τώρα ξέρω πως το επάγγελμα (και οι σπουδές) πρέπει να επιλέγονται με βάση όχι τις ικανότητες αλλά τις επιθυμίες των ανθρώπων. Τι να το κάνω που ο μπαμπάς μου πίστευε πως η εξυπνάδα και η τεμπελιά μου θα επενδύονταν σωστά στο επάγγελμα μιας καθηγήτριας μαθηματικών;
Το ότι μπήκα στη σχολή το χάρηκα, δε λέω, όσο περισσότερο γίνεται. Ήταν οι 3 μεγάλες απορίες της ζωής μου, μοναδικές για τον καθένα μας και αδύνατον να απαντηθούν παρά μόνο όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου: πως θα είναι την πρώτη φορά που θα κάνω έρωτα, αν θα μπω στο πανεπιστήμιο και πως θα είναι όταν γεννήσω. Οι δύο πρώτες απαντήθηκαν. Δεν έχω και μεγάλο ενθουσιασμό για καμία τους, οπότε κατά κάποιο τρόπο τώρα πια αδιαφορώ και για την τρίτη.
Αντί να διαβάζω για ασφάλειες, κάθομαι και γράφω ημερολόγιο. Και μάλιστα το βρίσκω πιο φυσιολογικό και πιο χρήσιμο.
Ανωριμότητα. Αντιεπαγγελματισμός. Ασυνέπεια. Τεμπελιά.
Πάω να κάνω έναν καφέ.
* * * * * * *