31.8.11

μαγικά καλά

Μην λησμονείς ότι η ομορφιά μένει μονάχα λίγα χρόνια κι εμείς έχουμε να περάσουμε μαζί μια ολόκληρη ζωή. Μόλις περάσει η τρυφεράδα και φρεσκάδα της νιότης, η μόνη ομορφιά βρίσκεται εκεί όπου η καλοσύνη και η κατανόηση μεταμορφώνουν τα χαρακτηριστικά, κι εκεί είναι που εσύ διαπρέπεις.
* * *
Αργά χθες το απόγευμα: στην αρχή ήμουν ήρεμη. Οκ, μπορώ μια χαρά χωρίς το λάπτοπ για δυό-τρεις μέρες. Εξάλλου στο σπίτι υπάρχει κι άλλος υπολογιστής . Θα κάνουμε μια έρευνα αγοράς, θα ζυγίσουμε, θα αποφασίσουμε, θα παραγγείλουμε, θα μας τον φέρουν, θα τον στήσουμε. Το Σαββατοκύριακο θα είμαι πάλι με τον δικό μου υπολογιστή.
Σήμερα τρόμαξα: όταν είδα πόσο γρήγορα μπορώ να αποφασίσω, να παραγγείλω, να πάω η ίδια να τον πάρω, προκειμένου να τον έχω μια μέρα νωρίτερα.
Θέλω να πω ότι αναρωτήθηκα αν είναι φυσιολογικό, αν είναι σαν σοκολάτα, σαν καφές, σαν ναρκωτικό, αν είναι κακό αντί για καλό. Ό,τι δεν μπορείς χωρίς του πρέπει να μπορείς χωρίς του, αλλιώς είναι κακό.
* * *
Χθες επίσης διάβασα ότι ο Φρόυντ έπαιρνε καθημερινά λίγη κοκαίνη, όταν διαπίστωσε ότι "ηρέμησε την ταραχή και εξαφάνισε την κατάθλιψη. Επιπλέον μου έδωσε μια ασυνήθιστη αίσθηση ενεργητικότητας και σφρίγους".
Θυμήθηκα που πήγα στο γιατρό κι όταν μου είπε πως πρέπει να αλλάξω τρόπο σκέψης και διατροφής θύμωσα μαζί του: Νόμιζα πως θα μου δώσετε χαπάκια θεραπείας και θα γίνω αμέσως μαγικά καλά.
* * *
Αλίμονό σου πριγκιπέσσα μου, όταν θα έλθω εκεί θα σε κάνω κατακόκκινη στα φιλιά και θα σε ταίσω μέχρι να στρουμπουλέψεις.

* Όλα τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του Ernest Jones, Σίγκμουν Φρόυντ: η ζωή και το έργο του.
Η φωτογραφία είναι από το pleasing aesthetics.

23.8.11

ο κήπος των επίγειων απολαύσεων

Θεωρώ τη ζωή ένα πανδοχείο όπου πρέπει να μείνω μέχρι να έρθει η άμαξα της αβύσσου. Δεν ξέρω που θα με παέι γιατί δεν ξέρω τίποτα. Θα μπορούσα να θεωρήσω αυτό το πανδοχείο φυλακή γιατί είμαι υποχρεωμένος να περιμένω εκεί μέσα. Θα μπορούσα να το θεωρήσω ένα χώρο συναναστροφών γιατί εκεί συναντιέμαι με άλλους ανθρώπους.
Ωστόσο δεν είμαι ούτε ανυπόμονος ούτε κοινός άνθρωπος. Τα αφήνω αυτά σε όσους κλείνονται στο δωμάτιό τους και ξαπλώνουν άβουλοι στο κρεβάτι τους, όπου περιμένουν χωρίς ύπνο, τα αφήνω σε όσους συζητούν στα σαλόνια απ' όπου οι μουσικές και οι φωνές φτάνουν ευχάριστες ως εμένα. Κάθομαι στην πόρτα και μεθώ τα μάτια μου και τ' αυτιά μου με τα χρώματα και τους ήχους του τοπίου, και τραγουδώ αργά, μόνο για μένα, αόριστες μελωδίες που συνθέτω ενόσω περιμένω.
Για όλους μας θα πέσει η νύχτα και θα φθάσει η άμαξα. Απολαμβάνω την αύρα που μου δίνεται και την ψυχή που μου δόθηκε για να την απολαμβάνω, και δεν ρωτάω αλλά ούτε και ψάχνω. Αν αυτό που αφήνω γραμμένο στο βιβλίο των ταξιδιωτών θα μπορούσε, αν διαβαστεί κάποτε από άλλους, να τους κρατήσει συντροφιά στη διάρκεια του ταξιδιού τους, θα ήταν καλά. Αν δεν το διαβάσουν ή δεν τους διασκεδάσει, πάλι καλά θα είναι.

* το παραπάνω απόσπασμα είναι από Το βιβλιο της ανησυχίας (τόμος Α') του Φερνάντο Πεσσόα,
ο τίτλος El jardín de las delicias είναι της ταινίας του Κάρλος Σάουρα, και του πίνακα του Ιερώνυμου Μπος στο Πράδο,
και οι φωτογραφίες είναι από τη Μαδρίτη.

* * * * *

Ένας σταθμός του μετρό στη Μαδρίτη λέγεται Ruben Dario (Νταρίο, με τον τόνο στο ι)-από το όνομα του ποιητή του ποιήματος της ταινίας.
Πώς βάζεις το δάχτυλο σ' ένα σημείο του χάρτη και λες εδώ ας πάμε; (Ποτέ, ποτέ δεν το είχα ξανακάνει αυτό). Έτσι. Αργά το απόγευμα, γιατί με πιάνει ασφυξία σε μέρη με πολύ κόσμο και πολλή γλίτσα στο δρόμο, βρεθήκαμε σε μιαν άγνωστη γειτονιά, επιλεγμένη στην τύχη, για το όνομα του σταθμού του μετρό, του ποιητή.
Όταν βγήκαμε στην επιφάνεια κοίταζα γύρω-γύρω, ψάχνοντας κι εγώ δεν ξέρω τι, ποιόν ποιητή και ποιά ιστορία. Μα πόσο, πόσο πολύ ωραία, (όσο τυχαία) ταίριαζε! Ένα στρόγγυλο παρτέρι με λουλούδια, παλιές όμορφες ψηλές κατοικίες κανονικών ανθρώπων, Μαδριλένων-τι ωραία λέξη, κανονικών κατοίκων της πόλης εννοώ, όχι τουριστών. Και ησυχία. Ησυχία.
Πήραμε ένα δρόμο κατηφορικό, με δέντρα, με τεράστιες πόρτες, με πεζοδρόμια, με ησυχία.


18.8.11

η αφήγηση μιας ευτυχίας

Ήταν εκεί και ο Μαξ. Μας διηγότανε πολύ απλά το παραμύθι, αληθινό παραμύθι, του ταξιδιού του μ' ένα δισάκι στον ώμο από την Πολωνία ως την Κέρκυρα.
"Κι έμεινα πέντε μέρες με τους ατσίγγανους στη Σερβία", έλεγε. "Ένα πρωί, είδα έναν που κοιμότανε στο ίδιο τσαντήρι μαζί μου, να φοράει το γελέκο του σμόκιν που είχα βάλει κατά λάθος στο δισάκι μου. Του είπα πως δεν ήταν δικό του και δεν ήταν σωστό να μου το πάρει. Μ' αποκρίθηκε πως εγώ είχα δύο γελέκα, ενώ αυτός δεν είχε κανένα. Κι έπειτα πως εκείνη τη μέρα θα παντρευότανε.
Όμως η νύφη μ' αποζημίωσε. Μου χάρισε ένα δαχτυλίδι για να μου φέρνει τύχη και μου είπε, όταν νιώσω τον εαυτό μου ευτυχισμένο, να το πετάξω, σ' ένα μέρος όπου κανείς δε θα μπορούσε να το βρει. Και αλήθεια, το πέταξα στη θάλασσα, ύστερα από ένα χρόνο, ταξιδεύοντας με το γιώτ έξω από το Καστελλόριζο, μια λιόλουστη μέρα. Ο αγέρας ήταν αλαφρύς στα πανιά μας και το γραμμόφωνο έπαιζε ένα τζαζ που μ' άρεσε."
Παράξενο πως αλαφραίνει κάποτε τον άνθρωπο η αφήγηση μιας ευτυχίας.
(σελ 219)

Αν κοιτάξεις με προσήλωση σφίγγοντας τα νεύρα
έξω από το μηχανισμό της μέρας
μπορείς να ελπίζεις πως μια θάλασσα
γύρω απ'τα πόδια σου θα 'ρθει να δέσει.
Αλλά είναι δύσκολο, και πιο συχνά
γεννά παράξενα τέρατα η συνήθεια
τόσο ανυπόφορα...
(σελ 115)

Προσπαθώ να του εξηγήσω την αντίθετη άποψη, που είναι η δική μου. Πως ημερολόγιο δεν είναι διόλου οι στιγμές μας, μήτε η πεμπτουσία της ζωής μας, αλλά το σημάδι, σχεδόν τυχαίο, μιας οποιασδήποτε στιγμής, κάθε τόσο, και όχι πάντα της σπουδαιότερης.
(σελ 178)

* Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Γ'

* * * * *

Εχθές τη νύχτα, μετά από ημέρες, πάλι πρώτα με εφιάλτες και μετά με τίποτα, ο ύπνος μου ήταν γεμάτος με ευτυχία. Δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ, το πρωί, για την αιτία τού παραπάνω. Γιατί, άμα κάτι μας κάνει ευτυχισμένους, θέλουμε να το κρατήσουμε. Κι άμα καταλάβουμε τι ακριβώς είναι, νομίζουμε πως επιδιώκοντας την επανάληψη θα επιτευχθεί και η ευτυχία.
Μα δεν είναι έτσι τα πράγματα, κι εξάλλου, ούτε που βρήκα πώς γίνεται και αλλάζει χρώμα το μέσα μου έτσι στα ξαφνικά.
Μπορεί όμως, υπάρχει μια πιθανότητα, και γιαυτό τα γράφω αυτά τώρα, να είναι οι Μέρες του Σεφέρη, στις οποίες επανήλθα χθες, μετά από καιρό.

7.8.11

ήλιος θα είναι

Ό,τι πολύ επιθύμησες, θά 'ρθει μια μέρα
χωρίς να το 'χεις επιδιώξει,
χωρίς να το 'χεις για δικό σου ονειρευθεί.

Ό,τι είχες επιδιώξει σε πόνεσε πολύ,
το χάρηκες, αλλά σε πόνεσε πολύ,
το έχασες στο τέλος κι έμεινες,
είπες πως η ζωή σου είναι
πικρία μεστή, κλειστή,
κι αφέθηκες να ζεις στη μοναξιά σου.

Ό,τι πολύ επιθύμησες, θα 'ρθει μια μέρα.
Ήλιος θα είναι, θα είναι θάλασσα,
θα 'ναι κάποιο βουνό,
μια ρεματιά πρωτόγνωρη,
η νύχτα στο βουνό,
μια ευφροσύνη πρωταγρίκητη,
μια τόλμη, ένα φρόνημα πρωτόφαντο,
κάτι ανεμώνες που θα φέγγουν στις πλαγιές,
κάτι ανεμώνες που θα μείνουν
ξεχασμένες στο χορτάρι σας,
σημάδι της πλαγιάς
όπου σου δόθηκε ο έρωτας,
μέσα στη νύχτα,
μες στην ομίχλη του βουνού,
κάτω απ' τα στίλβοντα άστρα.

Ό,τι πολύ επιθύμησες,
θά 'ρθει μια μέρα που θα το χάσεις.
Τόσο αναπάντεχα, τόσο άδικα, τόσο νωρίς.
Μα αυτό θα σε πληρώνει τόσο ως μέσα σου,
θα σ' έχει κάνει πλούσιο τόσο, τόσον ώριμο,
θα σ' έχει φέρει τόσο μέσα
στο όλο νόημα της ζωής σου,
της ζωής όλου του κόσμου,
που μια και κάποτε το απόχτησες,
το αξιώθηκες, σου μένει δώρο σου ακριβό,
βαθιά αναφαίρετο, που το κατέχεις εσαεί,
σάρκα της σάρκας σου,
χωρίς ν' αφήνει ούτε μια πτυχή κενή
για την ενέδρα της φθοράς και της πικρίας.

* * * * *

Το Τέλος της Ζήλειας, Μαρσέλ Προυστ
Η γραφή του Προύστ είναι δύσκολη: πολύ μεγάλες προτάσεις (πολύ μεγάλες, συχνά πιάνουν παραγράφους ολόκληρες, σελίδες σχεδόν ολόκληρες) στις οποίες είναι πολύ εύκολο να χάσεις το νόημα, ή για να είμαι πιο ακριβής, στις οποίες με πολύ προσπάθεια βρίσκεις και κρατάς τον ειρμό της σκέψης σου/του.
Ε, λοιπόν στο παραπάνω βιβλίο μετά τις 2-3 πρώτες σελίδες ανάγνωσης, γύρισα έκπληκτη ν' άναζητήσω τον μεταφραστή: το κείμενο κυλάει με τόση άνεση, που όχι μόνο το νόημα δε χάνεις, μα απολαμβάνεις επιπρόσθετα και τις λέξεις που έχουν επιλεχθεί. Αυτό δηλαδή που λέμε λογοτεχνία. Και που είναι από τα πιό δύσκολα το να διατηρηθεί στη μετάφραση. Εκτός κι αν είσαι ο Παύλος Ζάννας (για τον Προύστ). Ή ο Νάσος Δετζώρτζης, όπως αποδείχθηκε.

Δεν τον ήξερα τον Νάσο Δετζώρτζη. Έμαθα πως ήταν στη ζωή του τόσο λογοτέχνης όσο μου τον παρουσίασε το έργο του.
Το παραπάνω είναι ένα ποίημά του που βρήκα εδώ.

6.8.11

τώρα όλος ο κόσμος μου είναι το δωμάτιό μου

Πώς το λέει ο Καμύ, μέσα στην καρδιά του χειμώνα έμαθα τελικά ότι μέσα μου βρίσκεται ένα ανίκητο καλοκαίρι; Έ, εδώ πάρτο κάπως ανάποδα: μές στην καρδιά του καλοκαιριού ήρθε σαν βάλσαμο και μ'αγκάλιασε αυτή η εικόνα του χειμώνα.

* ανακάλυψα τον Boris Kustodiev

3.8.11

πώς τα λένε αυτά που κρέμονται και κάνουν γκλιν-γκλιν με τον αέρα;

O θάνατος έρχεται ξανά κοντά μου, ένα κορίτσι
με βαμβακερό μεσοφόρι, ξυπόλητο, χαχανίζοντας.
Δεν είναι τόσο τρομερό, μου λέει,
δεν είναι όπως νομίζεις, όλο σκοτάδι
και ησυχία. Έχει ονειροπαγίδες
και τη μυρωδιά των λεμονιών, μερικές μέρες
βρέχει, μα συχνότερα ο αέρας είναι στεγνός
και γλυκός. Κάθομαι κάτω από τη σκάλα
χτισμένη από μαλλιά και κόκκαλα κι ακούω
τις φωνές των ζωντανών. Μ'αρέσει,
λέει, τινάζοντας τη σκόνη απ'τα μαλλιά της,
κυρίως όταν μαλώνουν, κι όταν τραγουδούν.

* Dorainne Laux