29.3.08

η Χρύσα εξηγεί γιατί προτιμάει τη ζωή στο χωριό απο τη ζωή στην πόλη


"...Όλοι αυτοί που δεν ξέρουν πως είναι να ζεις, έχουν από μια γυάλινη μπάλα που τους κυκλώνει και δεν τους επιτρέπει να βγουν έξω από το σπίτι τους, να νιώσουν πως είναι να ζεις χωρίς αυτό το κουτί που έχουμε όλοι μέσα στα σπίτια μας. Δε λέω, βγαίνουν έξω αλλά με το αυτοκίνητο. Αλλά δεν ξέρουν ότι άμα βγουν έξω απ αυτό θα δουν πως είναι να ζεις έξω από ένα τετρακίνητο μπελά..."

Η Χρυσούλα μιλάει για ένα χωριό λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη-(μάλλον) σαν όλα τα χωριά του κόσμου: με κήπους με γρασίδια και αγριόχορτα, με κότες και σκυλιά, αλλά κυρίως με ποδηλατάδες στους δρόμους του χωριού με τους συμμαθητές της. Πηγαίνει σχολείο κι αγγλικά με τα πόδια, παίζει στους χωματόδρομους και στις αυλές των φίλων της και δε θέλει πια να κατεβαίνει στην πόλη τα Σάββατα...

* η φωτογραφία τραβήχτηκε προχθές στο πάρκο περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης "Αντώνης Τρίτσης", μια όαση στα όρια των Δήμων Ιλίου και Αγίων Αναργύρων.






* * * * * * *

25.3.08

μακροζωία, ευτυχία & ευημερία

Προχτές ονειρεύτηκα πως μας έκανε αρραβώνα με το έτσι θέλω, στο δικό της σπίτι μια θεία μου. Δεν κατάλαβα ποια ακριβώς, μια από τις μεγάλες αδελφές του πατέρα μου. Τάχατες πάρτυ έκπληξη, για να Τον γνωρίσουμε, με το έτσι θέλω… Μπήκαμε στο σπίτι κι ήταν όλοι μαζεμένοι εκεί, οι περισσότεροι νεκροί, ή τόσο μακρινοί πια από τα χρόνια που έχουν σβηστεί από τη μνήμη μου. Έφερνα το βλέμμα γύρω κι έβλεπα κι άλλα πρόσωπα, άσχετα, από το παρελθόν, συγγενείς, δίσκους με φαγητά, σαλόνια, χαμόγελα. Να είσαι αναγκασμένος να δεχτείς μια κατάσταση που δεν τη θέλεις, να φερθείς κόσμια, να μη μιλάς, να έχεις υπομονή κι ευγένεια.

Εχθές ονειρεύτηκα την κηδεία του ξαδέρφου μου. Του πιο αγαπημένου, μεγάλου ξαδέλφου μου, που ευτυχώς ζει ακόμα. Ήταν κόσμος πολύς μαζεμένος, σ' ένα σπίτι με φωτεινό καφέ χρώμα, όλο βελούδα και χαλιά και κουρτίνες. Κόσμος μαζεμένος γύρω από τραπέζια, καθισμένοι, μιλώντας ψιθυριστά. Πάλι πρόσωπα, γνωστοί από το παρελθόν, που δεν ήθελα να τους ξαναδώ, ήταν όλοι εκεί. Κι εγώ να γλιστράω αργά, σαν κάμερα που προχωράει από πρόσωπο σε πρόσωπο, να σηκώνουν τα μάτια τους να με κοιτάζουν και να λένε «α, ήρθες». Ήταν απ' αυτές τις στιγμές που δεν θέλεις να τις ζήσεις μα ξέρεις πως πρέπει, πως βρίσκονται μπροστά σου και σε περιμένουν.

Τι να θέλουν να μου πουν τόσοι πεθαμένοι;




* * * * * * *

21.3.08

ποίημα

Προσπαθούσα να γυμνώσω την
καρδιά μου όσο μπορούσα να πάω
πιο βαθιά, ακόμα πιο βαθιά...
Ξέρεις ποιός ήταν ο Νάρκισσος;
Ένας άνθρωπος που έβλεπε τον
εαυτό του να πνίγεται χωρίς να
μπορείς να κινηθείς για να τον
σώσεις...
(Στράτης Θαλασσινός)

*άσε που γυρίσαμε και βρήκαμε την άνοιξη λίγα μέτρα πέρα από το σπίτι μας!



* * * * * * *

11.3.08

η τιμή της ζάχαρης

Όσοι σκηνοθέτες προλόγισαν τα έργα τους σήμερα, το πρώτο που είπαν ήταν ένα ευχαριστώ στους παριστάμενους-γιατί άφησαν την ηλιόλουστη μέρα έξω και μπήκαν στο σκοτάδι για να δουν τις ταινίες τους!

(Η πόλη ήταν θαυμάσια άδεια, με τουρίστες στους δρόμους, σχεδόν σαν Αθήνα!)

* * * * *

Η τιμή της ζάχαρης του Bill Haney θα προβληθεί για δεύτερη (και τελευταία) φορά την Τετάρτη 12/3 στις 14:30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα.

Ουφ... Όποτε ενθουσιάζομαι πολύ με κάτι, δεν θέλω να πω τίποτα, μου φαίνεται πως τα υπερβολικά μου λόγια θα το μειώσουν...
Με δυό λόγια: δείχνει τον πατέρα Christopher Hartley και το έργο του στον Άγιο Δομίνικο.
Σε κάνει να τσιμπιέσαι που υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι (να κοντεύεις να γίνεις υπέρμαχος της αγιοποίησης...) και να ντρέπεσαι που βλέπεις απλά την ταινία, χειροκροτάς, συγκλονίζεσαι, και μετά...αυτά. Που είσαι όλο θεωρία και πράξη μηδέν.


*Καφές στο Πράσινο Δωμάτιο του Ολύμπιον.




* * * * * * *

7.3.08

το χρώμα του ήχου

Σ' όλη τη διαδρομή είχε μια υγρασία και μια περίεργη αντηλιά, κι έτσι φτάσαμε με μάτια πρησμένα, κουρασμένα από την προσπάθεια να μείνουν ανοικτά!

Παρ' όλη την γκριζάδα της ημέρας, δεν έβρεξε παρά μονάχα... την ώρα που αποφασίσαμε να κατεβούμε στο κέντρο της πόλης με λεωφορείο ώστε να ευχαριστηθούμε-μετά από τόσο καιρό-τη βόλτα με τα πόδια στην Προξένου Κορομηλά και στην παραλία... Μπορεί το πρώτο πλάνο να προσπάθησε, αλλά δεν κατάφερε να με προστατέψει από το να γίνω μια (εντελώς) βρεγμένη γάτα...

Όμως, άξιζε τον κόπο: η πρώτη ταινία (και -δυστυχώς-μοναδική της ημέρας) ήταν όμορφη, σαν ένας καλός οιωνός για το τι πρόκειται να ακολουθήσει:

Ένα ζευγάρι εκ γενετής κωφών, που γνωρίζονται στα πέντε τους στο σχολείο και αργότερα παντρεύονται, αποφασίζει -στα 65 τους- να δοκιμάσει μια νέα μέθοδο που θα τους επιστρέψει -για πρώτη φορά στη ζωή τους- να ακούσουν ήχους...

Δεν ξέρω ποιο είναι το πιο συγκλονιστικό στο ντοκιμαντέρ. Το ότι δυό άνθρωποι παίζουν σαν παιδιά ανοιγοκλείνοντας τους διακόπτες για να ευχαριστηθούν το ότι ακόμα κι αυτή η απλή κίνηση παράγει ήχο και-επιτέλους- μπορούν να τον ακούσουν; Ή το ότι τελικά, αφού ακούσουν τα βήματά τους στο πάτωμα και τις φωνές των παιδιών τους, αποσυνδέουν τα εμφυτεύματα που τους επέτρεψαν να ακούν, επιλέγοντας την ησυχία-έξω και μέσα τους;




* * * * * * *

6.3.08

«Πώς σταματάς τη βροχή;»

«Πώς σταματάς τη βροχή;» ρωτάει επανειλημμένα ένας ασθενής τον συνομιλητή του σ’ ένα ψυχιατρείο της Ρουμανίας. Ο τελευταίος εξηγεί ότι βρίσκεται σε στενή επαφή με το Θεό κι ότι είναι υπερφυσικό ον. Κι όμως, ο φίλος του δεν πείθεται εύκολα. Και οι δύο πάσχουν από σχιζοφρένεια και περνάνε τις μέρες τους στην κλινική, επαναλαμβάνοντας συνεχώς τις ίδιες συζητήσεις. Άλλοι ασθενείς απασχολούνται μετακινώντας ψυχαναγκαστικά πετραδάκια, ατενίζοντας προβολές «υγρού φωτός» στον τοίχο ή φροντίζοντας υπομονετικά άλλους ασθενείς. Χωρίς σχολιασμό, η κάμερα καταγράφει τα πάντα, σταματώντας στις λεπτομέρειες. Κάθε πλάνο είναι σαν μια φωτογραφία με έντονες αντιθέσεις. Ηχητικά μας συνοδεύει ο ήχος απ’ τα πετραδάκια, τα σούρτα-φέρτα των τροφίμων και η ατέρμονη συζήτηση των δύο αντρών για το αν υπάρχει ή όχι Θεός. Το νοσηλευτικό προσωπικό μένει εκτός ταινίας. Το Μη με παρεξηγήσεις δείχνει μόνο τους ασθενείς και την ευάλωτη συνθήκη της ζωής τους.

(Εμείς απ' την άλλη, βλέπουμε το ντοκιμαντέρ)




* * * * * * *