
Ο Νικολάκης είχε μάθει να κάνει μπάνιο μόνος του. Δεν τον είχα δει πως μπανιαρίζεται-για να ξέρω αν καθαρίζεται «επαρκώς»- (εδώ εμφανίστηκε η μαμά μου μέσα μου..), αλλά τον είδα να βγαίνει, να κάνει ολόκληρη προσπάθεια για να δρασκελίσει το τοίχωμα της μπανιέρας-σα να λέμε εμείς να σκαρφαλώνουμε σε κανένα τοίχο-, να τυλίγεται εντελώς άτσαλα με το κίτρινο μπουρνούζι, και να κάθεται ανακούρκουδα στο πατάκι του μπάνιου, τρέμοντας σαν πουλάκι. Τα μαλλιά του κόκκινα σαν φλογίτσες, λευκός σα γάλα και γεμάτος μεγάλες φακίδες, να δαγκώνει την άκρη της πετσέτας και να περιμένει υπομονετικά να στεγνώσει. Κι εντωμεταξύ, να με κοιτάζει με τα ματάκια του γεμάτα υπομονή, δίχως ίχνος αυτολύπησης: έτσι είναι τα πράγματα, κάνουμε μπάνιο, και μετά σκουπιζόμαστε. Κι εσύ τι με κοιτάζεις, σταμάτα πια να με γεμίζεις φιλιά.
Τον αγκάλιασα ολόκληρο, μαζί με την πετσέτα, τον πήρα στα χέρια μου, τον σήκωσα στην αγκαλιά μου, και έκατσα εγώ στο πάτωμα, μ’ εκείνον στα πόδια μου, να τον χαιδεύω, να τον σκουπίζω ταυτόχρονα, και να κουνιέμαι πέρα δώθε. Δεν έφερε αντίρρηση-ποιος θα έφερνε αντίρρηση σε μιαν αγκαλιά?
Αυτό έπρεπε να κάνω στη ζωή μου. Όχι επανεκδώσεις χαμένων καρτών και καταναλωτικά δάνεια.
* η φωτογραφία απο το TrekEarth και ο τίτλος taken from a song of the band Whale. Η αφορμή όμως, για την ανάσυρση της ανάμνησης, ήρθε απο εδώ.
* * * * * * *