30.5.11

ο Μάιος των ονείρων με πεθαμένους

ήταν ένα σώμα κομμένο στα δυό, ακριβώς στη μέση, στη μέση
-είμασταν μέχρι τη μέση μέσα στη θάλασσα
μια θάλασσα θολή, πρασινοκίτρινη και χλιαρή
βρήκες πρώτος το κάτω μέρος-με τα πόδια
το σήκωσες αμίλητος στην αγκαλιά σου και μου το έδειξες
σου έκανα νόημα άστο, δε μας αφορά,
δε γίνεται τίποτε εξάλλου πια
και τόσπρωξα παραπέρα
και τότε είδα-εγώ αυτή τη φορά, το πάνω μέρος μπρούμυτα
-με το κεφάλι προς τα κάτω δηλαδή
και δε γινόταν πια να κάνω πως δεν μας αφορά
ήταν ένα ολόκληρο κομμένο αμετάκλητα στα δύο
που εμφανίστηκε από το πουθενά να επιπλέει δίπλα μας
κι όσο κι αν θέλαμε να μείνουμε αμέτοχοι, μας αφορούσε
έπρεπε να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες
όσο κι αν δε θέλαμε, το είχαμε δει, το είχαμε βρει
νεκρό και πεθαμένο

28.5.11

ο ελέφαντας και οι παπαρούνες


σήμερα το δέρμα μου δεν ήθελε την κλειστίλα του σπιτιού, ήμουν στο τσαφ, για πρώτη φορά, να καθήσω μόνη μου στο κόφι ταιμ να πιώ τον καφέ μου εκεί
το ήθελα τόσο που απορώ (και με περιφρονώ) που δεν το έκανα
ω, αφού ζηλεύω πάντα αυτούς που κάθονται κάτω από την τέντα, στα τραπεζάκια, για να κρατήσουν αυτή την πρωινή μυρωδιά καφέ-και-πορτοκάλι δίπλα τους
αν ήμουν στην καλαμαριά-ω πόσο θα ήθελα σήμερα να ήμουν στην καλαμαριά, έτσι πρωί-πρωί και δροσερά μετά από βροχή, θα πήγαινα στο μαγαζί να πίναμε καφέ με την αυγίτσα
της τηλεφώνησα περπατώντας, σκέφτηκα να πάω να καθήσω στο παγκάκι της εκκλησίας με τον καφέ μου και να της τηλεφωνήσω από εκεί, αλλά δεν κρατήθηκα
είχε δουλειά, ήταν παρέα με την ανατολή και έπιναν καφέ επίσης, επίσης ωραία
στο σπίτι βλαστήμησα που δεν έχω ένα τραπεζάκι να βγάζω στο μπαλκόνι, ένα μικρό, πράσινο, τετράγωνο, τσίγκινο-αυτό της γιαγιάς της αυγής, που το είχε φτιάξει ο παππούς ο γιώργος πριν πεθάνει το '45, και που τόχουν στο μεσημέρι, στην αυλή, να κρατάει γλάστρες και τη σακούλα με τα μανταλάκια
έβγαλα μια καρέκλα στο μπαλκόνι, κι ένα τραπεζάκι, τον καφέ και το βιβλίο μου
ήθελα οπωσδήποτε να είμαι έξω, να χαιδεύει το δέρμα μου το πρωινό δροσερό αεράκι
πήγα στην κουζίνα, άνοιξα την πόρτα, την κουρτίνα: όχι, εδώ είναι ασφυκτικά, είναι σα χειμώνας, σα ζέστη, όλο σακούλες, ψώνια, αποδείξεις, φαγητά-όχι εδώ
στο σαλόνι, με μισάνοιχτες τις κουρτίνες για να φυσάει (και να τις κουνάει) συνεχίζω το φάντασμα και την κυρία μουίρ
ω, ο ναυτικός-φάντασμα την ερωτεύτηκε, κι αυτή το ίδιο, αλλά της λέει δεν είμαι πουθενά, δεν μπορεί να γίνει τίποτε μ' εμάς τους δύο, πρέπει να βγεις, αρκετά έμεινες κλεισμένη μέσα τόσους μήνες, γράφοντας το βιβλίο που σου υπαγόρευα για την ζωή των θαλασσινών που ρισκάρουν τη ζωή τους ταξιδεύοντας και κουβαλώντας εμπορεύματα κι ύστερα οι πλούσιοι, αυτοί που τα χρησιμοποιούν (τα εμπορεύματα), τους χλευάζουν (τους θαλασσινούς) για τη ζωή που ζουν, αμέριμνη, απερίσκεπτη, μέσα στο ρούμι...
ο εκδότης, συνεπαρμένος από την ωμή γλώσσα του βιβλίου, λέει αν δεν είχα μάννα και δυό αδελφές, θα ήμουν στη θάλασσα, να κινούμαι συνέχεια, να φεύγω, κι όχι εδώ καρφωμένος, να διαβάζω βιβλία-σάχλες που γράφει ο καθένας τους

* pleasing aesthetics

25.5.11

πόσο γαλάζια και ηλιόλουστη

Mother always left until the last a fat letter, addressed in large, firm, well-rounded handwriting, which was the monthly instalment from Great-aunt Hermione. Ηer letters invariably created an indignant uproar among the family, so we all put aside our mail and concentrated when Mother, with a sigh of resignation, unfurled the twenty odd pages, settled herself comfortably and begun to read.

Και σκέφτομαι, άραγε είναι πουθενά αυτά τα γράμματα; σε κανένα μπαούλο, σε καμιά βιβλιοθήκη; σε κανένα αρχείο, στον πάτο μιας βαλίτσας έστω, πάνινης καρώ, ξεχασμένης σε κάποιο υπόγειο που κανείς δεν ενδιαφέρεται πια ν' ανοίξει;
Και, τι δεινή μπλόγκερ θα γινόταν η Great-aunt Eρμιόνη, με τις 20 σελίδες που της άρεζε να γράφει κάθε μήνα...
Άραγε, καθόταν σ' ένα πλουμιστό-σκαλιστό σεκρεταίρ μέσ'στην κρεβατοκάμαρά της; Είχε κρύο ή άναβε το τζάκι κι έριχνε μια κουβέρτα στα πόδια της; Μπας κι έγραφε χωμένη στα σκεπάσματα; Με τα γυαλιά στην άκρη της μύτης της, να επιπλήττει τους επιπόλαιους συγγενείς που ω, είχαν φύγει τόσο βιαστικά, για την ω, πόσο γαλάζια και ηλιόλουστη να είναι άραγε αυτή η χώρα;
Άραγε είχε μια λάμπα δίπλα της και μια στίβα βιβλία, ή έγραφε μέρα για να μην ξοδεύει και να μπορεί να βλέπει τις σκέψεις της;
Κι αν το σεκρετέρ ήταν κάτω απ' το παράθυρο, σηκώνε άραγε τα μάτια στον αγγλικό ουρανό κι όπως δεν έβλεπε καλά, αντί για τις βροχές και τα γρασίδια, έβλεπε τις γαλάζιες θάλασσες που δεν θα γνώριζε ποτέ;

* το απόσπασμα είναι από το βιβλίο η οικογένειά μου και άλλα ζώα, του Gerald Durrell

22.5.11

το συμπαγές του σύμπαντος

γιατί, δεν έχω το δικαίωμα να διαβάζω ερωτικά της ποιήματα
γιατί, έχω ξεχάσει τη γεωγραφία ενός γυναικείου ώμου, πόσο σκληρός, πόσο εύθραυστος σε κάποια μέρη, πόσο ευλύγιστος σα μίσχος είναι σε άλλα
γιατί, η δική μου μόνο επιθυμία δε φτάνει και για τους δυό μας
γιατί, αν της έδειχνα τ' αστέρια τη νύχτα, μπορεί να τα 'βλεπε σα ραγίσματα φωτός πάνω σ' ετοιμόρροπο τοίχο, και τότε εγώ δεν θα 'χα λέξεις να την παρηγορήσω

περνάω το βλέμμα μου πάνω απ' το ποίημα βιαστικά, πάω να φύγω, κάτι με τραβάει,
το ξαναδιαβάζω προσέκτικά, σκέφτομαι,
να το κρατήσω, να το σώσω, να το γράψω στο τετράδιο, να το μεταφράσω, να το ποστάρω
άσε
κάνω ένα βήμα να φύγω, ξαναγυρνάω
περνώ το βλέμμα από την οθόνη στην κουρτίνα που κινείται, λουσμένη στον ήλιο
πόσα όμορφα συναντάς κάθε μέρα και τα προσπερνας γιατί δε χωράνε και τί νόημα έχει η αποθήκευση
κι από την άλλη, αυτά τα ψήγματα ομορφιάς δεν είναι που μας σώζουν
και το μοίρασμα

21.5.11

καλοκαιρινό

θα ήθελα, έστω και για μια στιγμή
να ήμουν ο αέρας που σε περικλύει
τόσο αόρατη και τόσο απαραίτητη
για σένα
*

17.5.11

το μεσημέρι

μιά μπουκαμβίλια λαμποκοπούσε κάτω απ' τον ήλιο
τι νόημα είχε να τη φωτογραφήσω
μόνο άνοιξα τα μάτια μου και την κοίταξα καλά

15.5.11

ένα λουλούδι


Τίποτα δε συγκρίνεται με την πρώτη, αναρχική ευωδιά
της πασχαλιάς στα μέσα του Μαίου. Η γυναίκα που ξέμεινε

πίσω, μπορεί να φτιάξει το μπουκέτο της: άφθονα σύννεφα,
λεβάντα σα μώλωπας της αυγής.

Σα να ήταν δυνατόν να ναρκώσει την ταραχή της ψυχής της,
διακρίνει ακόμα και στο μικρότερο μπουμπούκι, ένα λουλούδι.


* The Moor House (actual place: White Edge Lodge): Jane Eyre
* After Odysseus by Judith Page Heitzman

11.5.11

νυχτερινό

σχεδόν μεσάνυχτα, μέσα στο ντους, γελάω
λέω, ποντικάκι, ποιόν φοβάσαι, γιατί κρύβεσαι;
γράφεις, γράφεις, γράφεις όλη μέρα μέσα στο μυαλό σου
μετά γράφεις, γράφεις στο word, μετά κόβεις, κόβεις, ξανακόβεις και ποστάρεις
και μετά από ώρες κόβεις, κόβεις κι άλλο-τι έμεινε;
μόνο εσύ ξέρεις τι σκεφτόσουν, τι ήθελες να πεις και τι είπες,
τι εννοείς τελικά
γιατί γίνεσαι έτσι γρίφος;

από πρωί-πρωί, ξεπαρκάρωντας, από μπαίνοντας στη δουλειά
από πρωί-πρωί καλύπτομαι
φοράω αγκάθια, κράνος, ύφος
και μπαίνω στη μάχη
ξεθαρεύω και χαμογελώ, κατραπακιάζομαι και μαζεύομαι
ξαναβγαίνω, και πάλι πίσω, κάτω από το κράνος
σαν τη χελώνα
(χελώνα είμαι μπαμπά, χελώνα, όχι λαγός
και θα φτάσω στο τέλος, στα σίγουρα, πρώτη, αλλά δύσκολα, δύσκολα)
περνάνε τόσοι άνθρωποι γύρω μου-σα σφαίρες
ως το μεσημέρι έχω γίνει ένα σωρό κομματάκια, ένας σωρός κουρελάκια
δεν ξέρω ποιά είμαι πιά

στο δρόμο με ψάχνω μέσα μου
στο σπίτι με ψάχνω στο ίντερνετ, στα βιβλία
βάζω τα γράμματα στο word στη σειρά και ψάχνω να με βρώ

μετά, σιγά-σιγά, συναντάω κείμενα-ανθρώπους,
το βυτίο, τον δύτη των νιπτήρων, την ου μιγκ
συζητάω με τη σταυρούλα για τον Λακαριέρ και για το ράδιο μπάμπλ
για το σάββατο, και για τα μικρά μας που ω, μεγάλωσαν
και δίνουν έκθεση αύριο

ως να πάω στο κρεββάτι, έχω ξαναγίνει πια εγώ,
είμαι ολόκληρη, δυνατή
είμαι ένα

αύριο, πάλι

να βρίσκεις αντίδοτο στον κυνισμό

απόγνωση, λύπη, λύπη, λύπη

ήθελα να γράψω, ω η λαική αγορά της Τετάρτης στον Άγιο Παντελεήμονα
πόσο χρωματιστή, πόσο λυτρωτική
μέσα στο αυτοκίνητο δεν μπορεί να σε ακούσει κανένας

και τέλος-ευτυχώς αυτό το υπέροχο
για καιρό μ’ άρεσε να λέω ότι δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα, απ’ το να βρίσκεις αντίδοτο στον κυνισμό. Αρκεί ας πούμε να ανοίξεις ένα οποιοδήποτε βιβλίο του Λακαριέρ ή του Βακαλόπουλου

10.5.11

avatar

H Hideko Takamine γεννήθηκε στις 27 Μαρτίου του 1924.
Παιδί-θαύμα του Ιαπωνικού κινηματογράφου από το 1929, αποθεώθηκε από τον Mikio Naruse στο Όταν μια Γυναίκα Ανεβαίνει τις Σκάλες.
Στον κόσμο των φίλμς μέχρι το 1979 και μετά μια πνευματώδης δοκιμιογράφος (μτφ. google translate/wikipedia).

Πενήντα πέντε χρόνια παντρεμένη με τον Zenzo Matsuyama, σκηνοθέτη και συν-σεναριογράφο του The Human Condition (της εννιάωρης ταινίας του Masaki Kobayashi): από το 1955 μέχρι το θάνατό της στις 28 Δεκεμβρίου του 2010.
Μερικούς μήνες μετά, βλέπω την ταινία και μαγεύομαι, κι εγώ, από την κομψότητά της, από τη γλυκύτητα του προσώπου και του χαρακτήρα της.

Naruse once remarked: "From the youngest age, I have thought that the world we live in betrays us. Τhis thought still remains with me."


* ε, τα προφανή:
ω, τι θαύμα, θαύμα, να μένεις μ' έναν άνθρωπο πενήντα πέντε χρόνια, μια ζωή, μέχρι να σας χωρίσει ο θάνατος... Δεν αναρωτιέμαι καθόλου αν η σχέση τους κατέληξε συμβατική, αν έσερναν τις παντόφλες τους μέσα σε σιωπηλά δωμάτια, αν ήταν καρφωμένοι αυτός στις ταινίες του κι αυτή στα γραπτά της. Αυτό αποκλείεται. Είμαι σίγουρη ότι πέρσι τέτοιον καιρό βγήκαν μαζί να δουν τα πορτοκαλί φύλλα των japanese maples στο πάρκο...
ω, αυτό που είπε ο Ναρούσε δεν μπόρεσα να το μεταφράσω, χάνει τη λεπτότητά του άμα του αλλάξεις γλώσσα... Εξάλλου, τι λεω είπε, μέσα απ' τα δόντια του, μονολόγησε... Εμείς τι ανακατευόμαστε με τις σκέψεις του;
ω, μήπως πρν γεννηθώ έτσι, ήμουν γιαπωνέζα γκέισα;

7.5.11

πρωινό


Θα έχω ποίηση στη ζωή μου. Και περιπέτεια. Και αγάπη, αγάπη, αγάπη, πάνω απ' όλα. Αγάπη, όπως δεν υπήρξε ποτέ ούτε στις ταινίες. Ανυπότακτη, ακυβέρνητη, μια μάχη μέσα στην καρδιά, τίποτα να μη μπορεί να γίνει, να σε καταστρέφει ή να σε πηγαίνει στον ουρανό.

* Tom Stoppard (via Libraryland)