29.6.10

σε χειμωνιάτικο τοπίο

"Warmond Castle and Voorschoten Church in a Winter Landscape"
του Jan Beerstraten (1622 - 1666 Amsterdam, The Netherlands)

Φωτογραφία από το μουσείο Walker στο Λίβερπουλ (μόλις βγεις από τον σιδηροδρομικό σταθμό, στο δεξί σου χέρι, απέναντι, ένα φρικτό τεράστιο κτήριο που δεσπόζει στην πλατεία-αποκλείεται να το χάσεις).
(Παρακαλώ, μεγενθύνετε όσο γίνεται την εικόνα για να απολαύσετε το χειμωνιάτικο τοπίο.)

Πολύ νέος πέθανε βρε παιδί μου ο Jan Beerstraten-ποιός ξέρει πόσα ακόμα όμορφα χειμωνιάτικα τοπία θα ζωγράφιζε, μ'αυτήν την υπέροχη "φλαμανδική" τεχνική του?

Βιογραφία (από εδώ)
O Jan ήταν ο μεγαλύτερος γιός και ο πιό επιτυχημένος, σε μια οικογένεια καλλιτεχνών. Ειδικότητά του ήταν οι χειμωνάτικες σκηνές Φλαμανδικων πόλεων και ζούσε στο Άμστερνταμ.
Μετά το 1660 βγήκε στην ύπαιθρο για να ζωγραφίσει κάστρα, πόλεις και χωριά. Αυτές οι εικόνες που μάζεψε, με σκοτεινους ουρανούς, ελαφρύ χιόνι να πέφτει, παγωμένα ποτάμια, κανάλια και ξυλιασμένα δέντρα, τον βοήθησαν να δημιουργήσει τις επιτυχημένες χειμωνιάτικες ατμόσφαιρες στους πίνακές του.

* * *

Κατά τα άλλα, το Λίβερπουλ-όσο μπορείς να δεις μέσα σε οκτώ ώρες (από τις οποίες τις τρεις είσαι καθισμένος σε μια παμπ και τρώς, και μετά πίνεις αυτόν τον καπουτσίνο-σε-σουπιέρα που σερβίρουν παντού στην Αγγλία, χαζεύοντας από τα παράθυρα τους τεράστιους γλάρους) είναι μια θαλασσινή πόλη-σαν τη Θεσσαλονίκη. Μέχρι και τα κτήρια κάτω στο λιμάνι μοιάζουν με καράβια.




28.6.10

το κοστούμι

Περπατούσαν βιαστικά. Κάπως μεγάλοι σε ηλικία αλλά κρατημένοι από το χέρι-σαν έφηβοι. Εκείνος με ρούχα της δουλειάς-εκείνη με τζήν και αθλητικά. Με το σακκάκι του ριγμένο στους ώμους της-για το κρύο.

24.6.10

λίγο κόκκινο είναι αρκετό

Το βλέμμα μου έπεσε στα παπούτσια του. Στις κάλτσες του δηλαδή, που ήταν μάλλινες, παιδικές, ριγέ: μαύρο, μπλέ και κόκκινο! Είχε βγάλει τα παπούτσια του-μαύρα, τεράστια σκαρπίνια, τετραγωνισμένα μπροστά, και απλώσει τα πόδια του με απόλαυση. Νέος, κουστούμι στην τρίχα-μπλέ με άσπρες ρίγες, πουκάμισο, γραβάτα: στέλεχος. Μάυρο μαλί, κατάμαυρο, όπως και τα μάτια του: ινδικής καταγωγής πιθανότατα.
Διάβαζε την εφημερίδα του καθισμένος στον βελούδινο καναπέ του μετρό, επιστρέφοντας από τη δουλειά.

Α, το μετρό του Λονδίνου: απολαυστικό, απερίγραπτο.

17.6.10

Πέμπτη

Στην Αίγλη του Ζαππείου.
Παρόλη την τρομερή ζέστη, υπέροχα (σαν Παρασκευή!).

Ένα τσούρμο τουρίστες, στρουμπουλοί και ροδοκόκκινοι, νεαροί και μεσήλικες, με ελληνικές σημαίες κεντημένες στα μπλουζάκια τους (?!!) στρώθηκαν να παρακολουθήσουν τον αγώνα.
Στο γυρισμό, το kosmos είχε βραζιλιάνικα τραγούδια κι εγώ άνοιγα τα χέρια μου να πετάξω-ωωω, μ'αρέσει τόσο πολύ να οδηγάω και να φυσάει ο αέρας απ'τα παράθυρα (έπρεπε να γίνω νταλικιέρης...).

Ελπίζω, κάποια στιγμή, να κάνω ένα ταξίδι με το αυτοκίνητο, παραλία-παραλία, όλη τη νότια Γαλλία, από Ιταλία μέχρι Μασσαλία, μέχρι Βαρκελώνη, ίσως. Ελπίζω ειλικρινά να το κάνω, ακόμη κι αν από όλα τα ταξίδια μου απομεινει μόνο αυτό, ακόμα κι αν το κάνω μόνη μου.

και πάλι άνοιξη

Τα πρωινά του χειμώνα με την παγωνιά, όταν δεν έβριζε μέσα της θεούς και δαίμονες που ήταν αναγκασμένη να βγεί από το κρεβάτι και να ντυθεί τρέμοντας μπροστά στο αερόθερμο, έλεγε στον εαυτό της, άντε κοριτσάκι μου, πόσοι μήνες είναι; θα περάσουν. Και δώστου να μετράει καθημερινά, Νοέμβριος, Δεκέμβριος, Iανουάριος, Φεβρουάριος, Μάρτιος, ε, από τον Απρίλιο τα πράγματα είναι όμορφα πια...
Το καλοκαίρι, έπιανε τον εαυτό της να κάνει το ίδιο. Μόνο που τώρα ο καιρός ήταν λιγότερος. Έλα, κάνε υπομονή, πόσες είναι αυτές οι καυτές μέρες, βδομάδες, που θα νιώθεις τα πόδια σου να καίνε πρησμένα, που δε θα μπορείς να κάνεις τίποτα μέσα στο σπίτι παρά να σέρνεσαι μέχρι να δροσίσει λίγο το βράδυ και να ξαπλώσεις; Δυό, τρείς βδομάδες, δυό μήνες, θα περάσουν.

Και έτσι περνούσαν οι χειμώνες και τα καλοκαίρια.

Ενδιάμεσα είχε και άνοιξες-είχε και φθινόπωρα αλλά τα φθινόπωρα είναι μελαγχολικά, σχεδόν βλέπεις στο δρόμο τα φύλλα να πέφτουν και την Άννα-να-ένα μηλο και το Μίμη να παίρνουν τη σάκκα τους για να πάνε σχολείο...
Τις άνοιξες λοιπόν, του έδινε και καταλάβαινε: ξυπνούσε νωρίς για να χαρεί την ησυχία, φωτογράφιζε τον πρωινό ήλιο να μπαίνει από τις γρίλιες, χάιδευε τα έπιπλα, τα βιβλία, μιλούσε με τους τοίχους, χαμογελούσε στο παρελθόν, έγραφε.

16.6.10

είμαι ένα νησί


Έχω τα βιβλία μου, και την ποίησή μου να με προστατεύουν. Είμαι καλυμένος μέσ' στην πανοπλία μου, κρυμένος στο δωμάτιό μου, ασφαλής μέσα στη μήτρα μου. Δεν ακουμπώ κανέναν και κανείς δε μ' ακουμπά. Είμ' ένας βράχος, είμ' ένα νησί.

* Simon & Garfunkel

* Ανδρέας Ζυμβραγός

15.6.10

να παραμείνουμε εχέφρονες

Κοντολογίς, η μεγάλη κούραση της ύπαρξης μπορεί να μην είναι τίποτε άλλο απ' τον τεράστιο μόχθο μας να παραμείνουμε εχέφρονες επί είκοσι, σαράντα χρόνια και βάλε, να μην είμαστε απλά, βαθιά ο εαυτός μας, δηλαδή σιχαμεροί, φρικαλέοι, παράλογοι. Ειναι εφιάλτης να πρέπει πάντα να παρουσιάζουμε ως ένα μικρό παγκόσμιο ιδεώδες, ως έναν υπεράνθρωπο απ'το πρωί ίσαμε το βράδυ, τον χωλό υπάνθρωπο που μας δώθηκε.

* * *

Θέλω, Φερδινάνδε, να παρατήσω την ψυχή μου, όπως παρατάμε, πέρα μακριά, το ψωριάρικο σκυλί μας, το σκυλί μας που βρωμάει, το σύντροφο που μας αηδιάζει, προτού πεθάνω... Επιτέλους ολομόναχος... Ήσυχος... Ο εαυτός μου...



* Σελίν: Ταξίδι στην άκρη της νύχτας

13.6.10

άλγεβρα

Σε μια προσπάθεια να κάνει τους ανθρώπους να κοιτάζονται στα μάτια,
η κυβέρνηση αποφάσισε να επιτρέψει σε κάθε άνθρωπο
ακριβώς εκατόν εξήντα επτά λέξεις τη μέρα.
Όταν χτυπάει το τηλέφωνο, το βάζω στο αυτί μου χωρίς να λέω ορίστε,
στο εστιατόριο δείχνω την κοτόσουπα.

Προσαρμόστηκα καλά στο νέο τρόπο.
Αργά τη νύχτα, τηλεφωνώ στην αγαπημένη μου που είναι μακριά και της λέω με περηφάνεια: χρησιμοποίησα μόνο πενήνταεννέα λέξεις σήμερα, κράτησα τις υπόλοιπες για σένα.
Όταν δεν απαντά, ξέρω ότι έχει ξοδεψει όλες τις δικές της, κι έτσι
ψιθυρίζω αργά "σ' αγαπώ" σαρανταοκτώ φορές και μισή.
Μετά, απλά μένουμε στη γραμμή και ακούει ο ένας την ανάσα του άλλου.

* Jeffrey McDaniel

12.6.10

Σάββατο στο σπίτι


Ολημερίς ακούω το θόρυβο των νερών
να βογγάνε,
λυπημένα, όπως είναι ο γλάρος όταν,
προχωρώντας ολομόναχος,
ακούει το κλάμα του ανέμου πάνω στο νερό,
μονότονο.

Οι γκρίζοι άνεμοι, οι παγωμένοι άνεμοι φυσάνε
όπου πηγαίνω.
Ακούω τον θόρυβο πολλών νερών
πέρα μακρυά.
Όλη μέρα, όλη νύχτα, τ' ακούω να κυλάνε
πέρα-δώθε.


* Ένα ποίημα του James Joyce.
* Μια, σαν γιαπωνέζικη, φωτογραφία.

10.6.10

η ζωή ανθίζει στην αγκαλιά της Χρύσας


Δυό δίδυμοι δουλεύουν σε μια κάβα. Όταν ο ένας σκάει στα γέλια, ο άλλος ξεσπάει σε κλάματα. Όταν ο ένας βουτάει ένα χαρτονόμισμα απ'το ταμείο, ο άλλος τον καρφώνει, και πάει λέγοντας. Σωστό ντουέτο, όπως σε κείνα τα βαρόμετρα με το σπιτάκι, που ο κύριος βγαίνει και αναγγέλει τον ωραίο καιρό, κι έπειτα εξαφανίζεται αφήνοντας τη θέση του στην κυρία που ειδοποιεί πως έρχεται μπόρα. Μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε. Για να τους ξεχωρίζουν, τους φωνάζουν Κορόνα και Γράμματα, μα κι έτσι ακόμα δεν αποφεύγουν τα μπερδέματα. Οι δυό τους παίζουν πιάνο με τέσσερα χέρια , βολτάρουν μ'ένα διθέσιο ποδήλατο κι ο ένας υπαγορεύει τα απομνημονεύματα του στον άλλον. Μπορείς να τους συναντήσεις στις αλέες του κήπου του Λουξεμβούργου, να φλυαρούν ανέμελα κάτω απ' τα μεγάλα δέντρα, προσέχοντας πολύ μην τους δει ο ήλιος. Το Σάββατο, επισκέπτονται την κόρη του φαροφύλακα. Είναι κι οι δύο ερωτευμένοι μαζί της. Επειδή φοβούνται το τι θα γίνει άμα εκείνη διαλέξει, καθένας τους πασχίζει να φανεί κακός, για να 'χει περισσότερη τύχη ο αδελφός του. Προτού φύγουν, καθένας τους δίνει στην αιώνια αρραβωνιαστικιά ένα τρυφερό γραμματάκι, έχοντας μιμιθεί το γραφικό χαρακτήρα του άλλου. Εκείνη τους κοιτάζει να ξεμακραίνουν, με δάκρυα στα μάτια κι έχοντας ήδη υποταχεί στη μοίρα της ισόβιας γεροντοκόρης. Την Κυριακή, ανοίγουν μια μπουκάλα σαμπάνια. Ο φελός πετάγεται σα σκάγι κι αυτοί αλαφιάζονται την ιδια στιγμή. Άμα τους έβλεπες, να χτυπούν το δάχτυλό τους πάνω στα κρυστάλλινα ποτήρια, δε θα μάντευες ποτέ ότι ο ένας απ'τους δυό μονάχα υπάρχει κι ότι ο άλλος είναι το όνειρό του.

Είμαι μαγεμένη, μαγεμένη κυριολεκτικά από τον Κριστιάν Μπομπέν. Έτσι μούρχεται να πάω στο Λε Κρεζό να τον αγκαλιάσω, γιατί μόνο έτσι γίνεται να του πω τι νιώθω μ'αυτά που γράφει.
Πως να το πω, διαβάζοντας τα βιβλία του, το ένα μετά το άλλο, κάθε σελίδα, κάθε παράγραφος, με κάνει να σκέφτομαι πως βρήκα αυτό που έψαχνα μέσα σ' όσα βιβλία έχω διαβάσει μέχρι τώρα, πως νομίζω ότι μπορώ να συνεχίσω τη ζωή μου χωρίς να ψάχνω πια άλλα βιβλία, διαβάζοντας μόνο ξανά και ξανά τα δικά του.
Πως να μαζέψω το μυαλό μου, να μαζέψω τα ρούχα και να μαγειρέψω τις φακές;

* Το βιβλίο
Η Γυναίκα Που Έρχεται, εκδόσεις 21ου, μετάφραση Δέσποινας Σαραφίδου

* Η φωτογραφία
Μπήκα στο σπίτι και βρήκα ένα μειλ με φωτογραφίες, και σχόλιο: αυτή είναι η Ζωή μου <3 (χρύσα)!


* * * * * * *

5.6.10

το εισιτήριο για τον Παράδεισο


Χθές μόλις, μου έλεγε πως δεν ήξερε πώς θα τα καταφέρουν να πάνε διακοπές το καλοκαίρι-σε ποιόν θ'αφήσουν τα δυό σκυλιά και τις 12 κότες;
Σήμερα απόκτησαν επιπλέον ένα νεογέννητο κουτσό γατάκι, σύν ένα εξάμηνο λυκοσκυλάκι...
Μια τρελλή-τρελλή οικογένεια, αυτή η δική μου...

Όμως, τι τρυφερότητα στη φωνή τους, πώς ενώνει η αγάπη κι εξαφανίζει τις γκρίνιες και τις διχόνοιες...
Όλοι μαζί, η Χρύσα με το γατάκι στα χέρια, η αδελφή μου στο τηλέφωνο, ο γαμπρός μου κι η Σόφη παραδίπλα να σχολιάζουν.

Το γατάκι ήταν στη μέση του δρόμου προς το Μεσημέρι και τα αυτοκίνητα περνούσαν κυριολεκτικά από πάνω του. Σταμάτησαν στην άκρη του δρόμου, έκαναν σήμα στ' αυτοκίνητα να κόψουν ταχύτητα και το συμμάζεψαν. Το πήγαν στο γιατρό να βάλει νάρθηκα στο μπροστινό ποδαράκι του που ήταν σπασμένο. Έκανε ώρες να συνέλθει, καταβρόχθισε λίγη καπνιστή γαλοπούλα (!) και τώρα νιαουρίζει ευτυχισμένο στην αγκαλιά της Χρύσας: είπαμε να το πουν Ζωή, αφού την κέρδισε, τελικά.

Το σκυλάκι τριγυρνούσε εδώ και μέρες στη γειτονιά, το τάισαν μια, δυό, έβλεπαν πως δυσκολευόταν να φάει, τελικά έβγαλαν ένα κόκκαλο που ήταν σφηνωμένο στο λαιμό του... (Χριστέ μου, πως βάζουν τα χέρια τους μέσα στο στόμα ξένου σκύλου...!). Τώρα έχει κατασκηνώσει έξω από το φράχτη τους, σχεδιάζουν να το πάνε σ' ένα γιατρό για εμβόλια και μετά να βρούν σπίτι να το υιοθετήσει.

Η οικογένειά μου.

* * * * * * *

2.6.10

έβαλα το καπέλο με τα λουλούδια

Λέω ν'αφήσω την ομφαλοσκόπηση και να βγω καμιά βόλτα.
(Πως μου το είχε πει, να δεις, εκείνη η κοπέλα... Μη χάνεσαι σε ενδοσκοπήσεις, κάπως έτσι.)

Να πάμε με τη Σταυρούλα στο "Ταξίδι στην Αλεξάνδρεια του Καβάφη" το Σάββατο, νωρίς το πρωί, και μετά να πιούμε καφέ στην ησυχία του Κεραμεικού.

Και σιγά-σιγά (ή και πιο γρήγορα) να σχεδιάσω κανένα Παρισάκι, γιατί αν μου απέμειναν 20 χρόνια ζωής, καλύτερα να βάλω Πρώτα τον Προύστ και το Παρισάκι, και μετά όλα τα υπόλοιπα (δηλαδή το τίποτα).

* Thomas Benjamin Kennington

* * * * * * *

1.6.10

ομφαλοσκοπώντας δε θα βρεις την απάντηση


Κάθεται στην καρέκλα της κουζίνας και κοιτάζει τα χέρια της.
Μετά, σκεπάζει τα μάτια με τις παλάμες και κουνιέται πέρα-δώθε, επι ώρα.
Το κεφάλι είναι πολύ βαρύ για να το κρατήσουν οι ώμοι, τα βλέφαρα πολύ βαριά για να μείνουν ανοιχτά.
Το στόμα στεγνό, κάνει προσπάθεια για να βγεί ο παραμικρός ήχος.
Μόνο αυτό το πέρα-δώθε την ανακουφίζει, βγαίνει από μέσα της, σα νανούρισμα, σα να υπάρχει ένα χάδι εκεί έξω κι αυτή να σέρνεται σαν πούπουλο από κάτω του.

Η παραμυθία των παραμυθιών.
Μερικές φορές χάνεται, όμως.
Πουθενά παραμυθία, τίποτα που να παραμυθιάζει.

(Ή, ισως κάτι, λίγο: τα τραγούδια στο ραδιόφωνο το πρωί στο αυτοκίνητο.)


* * * * * * *