«Κόντευα τότε να τελειώσω τις σπουδές μου και η γιαγιά είχε από καιρό περασμένα τα ογδόντα της. (...) Με τα χρόνια είχε απομείνει δυο κάτια μόνο. Η καμπουρούδα της, όπως την έλεγε πάντα, είχε στρογγυλέψει ακόμη πιο πολύ. Τα ζυγωματικά της, έντονα πάντα, είχανε τονιστεί ακόμη περισσότερο, και όσο της έφευγε η σάρκα από πάνω της, τόσο τα μάτια της έπαιρναν και μεγαλύτερη λάμψη. Είχε πάλι αρπάξει κάποια πούντα, μέσα σ' αυτό το σαράγι που ζούσε μόνη της και που, από χρόνο σε χρόνο, ρήμαζε όλο και πιο πολύ - τώρα κι αν έμπαζε από παντού! Είχε κρατήσει πάλι μπροστά στη φωτιά εκείνο το πισσωμένο πανί, τον μπλάστρη της, και περίμενε να μαλακώσει να το βάλω πάλι στην πλάτη της, όπως έκανα πάντα. Είχε ανασηκώσει λίγο το ρούχο της και περίμενε. Εγώ κάπως δίστασα· κι αυτή, χωρίς να με βλέπει, το είχε μαντέψει, ως φαίνεται. Τότε ήταν που μου είπε τα λόγια εκείνα "Εμένα ο Χριστός εν' αδελφός μου. Μην κοιτάς αυτή την καμπουρούδα μου εμένα. Εκεί εν' κρυμμένα και διπλωμένα τα φτερά μου. Όταν έρθει και η δική μου ώρα, μ' αυτά θα πετάξω να πάω στον ουρανό, κοντά στο Χριστό μου, ν' αναπάψω κι εγώ πια το κορμάκι μου. Μετάνοιες πολλές κι εκκλησιές πολλές εγώ δεν ήξερα. Εμένα μπορεί να με πείραξαν, άνθρωπο όμως στη ζωή μου δεν πείραξα, ούτε μερμήγκι».
* του Γιάννη Ατζακά, απο τις εκδόσεις Άγρα.
* * * * * * *