27.12.08

διπλωμένα φτερά


«Κόντευα τότε να τελειώσω τις σπουδές μου και η γιαγιά είχε από καιρό περασμένα τα ογδόντα της. (...) Με τα χρόνια είχε απομείνει δυο κάτια μόνο. Η καμπουρούδα της, όπως την έλεγε πάντα, είχε στρογγυλέψει ακόμη πιο πολύ. Τα ζυγωματικά της, έντονα πάντα, είχανε τονιστεί ακόμη περισσότερο, και όσο της έφευγε η σάρκα από πάνω της, τόσο τα μάτια της έπαιρναν και μεγαλύτερη λάμψη. Είχε πάλι αρπάξει κάποια πούντα, μέσα σ' αυτό το σαράγι που ζούσε μόνη της και που, από χρόνο σε χρόνο, ρήμαζε όλο και πιο πολύ - τώρα κι αν έμπαζε από παντού! Είχε κρατήσει πάλι μπροστά στη φωτιά εκείνο το πισσωμένο πανί, τον μπλάστρη της, και περίμενε να μαλακώσει να το βάλω πάλι στην πλάτη της, όπως έκανα πάντα. Είχε ανασηκώσει λίγο το ρούχο της και περίμενε. Εγώ κάπως δίστασα· κι αυτή, χωρίς να με βλέπει, το είχε μαντέψει, ως φαίνεται. Τότε ήταν που μου είπε τα λόγια εκείνα "Εμένα ο Χριστός εν' αδελφός μου. Μην κοιτάς αυτή την καμπουρούδα μου εμένα. Εκεί εν' κρυμμένα και διπλωμένα τα φτερά μου. Όταν έρθει και η δική μου ώρα, μ' αυτά θα πετάξω να πάω στον ουρανό, κοντά στο Χριστό μου, ν' αναπάψω κι εγώ πια το κορμάκι μου. Μετάνοιες πολλές κι εκκλησιές πολλές εγώ δεν ήξερα. Εμένα μπορεί να με πείραξαν, άνθρωπο όμως στη ζωή μου δεν πείραξα, ούτε μερμήγκι».

* του Γιάννη Ατζακά, απο τις εκδόσεις Άγρα.


* * * * * * *

22.12.08

η χιονάτη


Σήμερα το πρωί, επτά παντελόνια στήσανε χορό στην ταράτσα απέναντι.

(Σκέφτομαι στα σοβαρά ν' αρχίσω να γράφω στα αγγλικά-δεν είναι σωστό να περιορίζεται ο αριθμός των ανθρώπων που διαβάζουν τα ποστ μου, απο τη γλώσσα..!)




* * * * * * *

19.12.08

μελομακάρονα


Σήμερα έφτιαξα μελομακάρονα. Και θυμήθηκα που έπαιρνα τα κοριτσάκια, όταν ήταν μικρά, στο σπίτι μου τέτοιες μέρες, και φτιάχναμε μαζί τα μελομακάρονα. Πρέπει να ήταν από το ΄94 και μετά. Μέχρι το ΄98, ίσως. Άλλες χρονιές πλάθοντας με τα χέρια κι άλλες με κουπ-πατ, αστεράκια και καρδούλες. Σκαρφαλωμένες στις καρέκλες της κουζίνας. Να τις ανεβάζω και να προσέχω μην πέσουν-μα πόσο μικρές ήταν; Η κουζίνα γινόταν χάλια, το σπίτι γινόταν χάλια, αλλά το φχαριστιόμασταν-νομίζω. Μετά τι έγινε και σταματήσαμε; Αυτές μεγάλωσαν; Ή βαρέθηκαν κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια; Ο γραφικός ενθουσιασμός μου, που κατέληγε σε «μην πιάνεις όπου να ΄ναι με βρώμικα χέρια» και «πήρε η μαμά σας τηλέφωνο, βάλτε τα μπουφάν σας, έρχεται να σας πάρει»; Συνέχεια, τα ίδια και τα ίδια. Και χάθηκα κι εγώ, εν τω μεταξύ. Χάθηκα μέσα μου, όπως λέει και η Φλέρυ. Κι ώρες-ώρες αναρωτιέμαι αν έχω ξαναβρεθεί. Ή αν ήμουν ποτέ αυτού του κόσμου. Από όταν με θυμάμαι.
Σα γιαγιά κάθομαι και κλαίγομαι, κοιτάζω τα χέρια μου, που έχασα τα χρόνια. Πως κρύβονται έτσι οι στιγμές που ζήσαμε; Που κρύβονται; Και, πως ξεφυτρώνουν ξαφνικά μπροστά μου, ένω πέρασαν τόσα χρόνια και τόσα μελομακάρονα, χωρίς να τις θυμηθώ; Αν οι μικρές ήταν δικές μου, παιδιά μου εννοώ, γιατί δικές μου είναι έτσι κι αλλιώς, αν ήταν παιδιά μου, θα τις είχα τώρα εδώ και θα γελούσαμε μαζί, αναπολώντας, αντί να κάθομαι να κλαίω; Μάλλον θα φταίει ο νοτιάς.


* * * * * * *

10.12.08

mojito nights


Χθες πήγα με τη Σταυρούλα στο μπαζάαρ των δρόμων ζωής.
Πήρα δύο μαρμελάδες κ α τ α π λ η κ τ ι κ έ ς.
Μανταρίνι! Το έχεις ξανακούσει?
Και η άλλη κυδώνι με βανίλια Μαδαγασκάρης!

Πήρα επίσης λικέρ λεμόνι, ένα κρεμαστό διακοσμητικό, ένα δαχτυλιδάκι πλαστικό, ένα κινέζικο σετ για οδοντογλυφίδες (origami, τέχνη διπλώματος χαρτιού), ένα βαζάκι πάστα κόκκινης πιπεριάς με τυρί κι έναν κλόουν-βιβλιοστάτη-θήκη ξύλινο, χρησιμοποιημένο.
Σύνολο 34 ευρώ.

Μου φάνηκαν όλα χρήσιμα, ότι πήρα.
Οι μαρμελάδες είναι καταπληκτικές. Στο γράφω μήπως δοκιμάσεις να κάνεις αυτή με το μανταρίνι. Δεν ξέρω τη συνταγή, θα ψάξω όμως, και θα τα πούμε από το τηλέφωνο. Βέβαια, η αξία τους μάλλον οφείλεται στο ότι είναι μικρές, λίγη ποσότητα, και όπως το βλέπω θα τις τελειώσω πολύ σύντομα με το κουτάλι (ήδη τις έχω αρχίσει...).

Μπορεί να ήμασταν αστείο θέαμα, δυό φορτωμένες με κασκόλ και μπουφάν, και τσάντες και ομπρέλες (ροζ και οι δύο), και τις σακούλες με τα ψώνια του μπαζάαρ, ιδρωμένες, και μ΄ από ένα (θεικό) μοχίτο σε πλαστικό ποτήρι στο χέρι, στο πεζοδρόμιο, κάτω από τη βροχή, να λικνιζόμαστε με τη μουσική. Μα περάσαμε πολύ ωραία.

Το μπαζάαρ έγινε στα Εξάρχεια, Σάββατο βράδυ πήγαμε εμείς, και μετά εγώ ήθελα να κάνουμε βόλτα στην πλατεία, κι όταν είδα σ ένα δρόμο αστυνομικούς και καπνούς είπα να σταματήσουμε να χαζέψουμε. Αλλά η Σταυρούλα που είναι έμπειρη σε πορείες (δασκάλα γαρ, και πέρσι είχαν πολλές) και δακρυγόνα, δε μ΄ άφησε, κι έτσι όπου φύγει-φύγει. Προσπαθούσαμε να βρούμε κανένα στενό ελεύθερο να κατέβουμε προς το μετρό αλλά σ΄ όλους τους δρόμους είχε φωτιές και δακρυγόνα (και κόσμο που χάζευε, φυσικά). Χρειάστηκε να περπατήσουμε 6-7 στενά παραπέρα για να βρούμε ελεύθερο δρόμο να κατέβουμε προς το κέντρο.
Εγώ στεναχωριόμουν που φεύγαμε και παραμιλούσα ότι είναι φοβιτσιάρα και δεν γιατί ήθελε να μείνουμε, αφού ήμασταν μέσα στα γεγονότα...
Μετά, μόλις έφτασα σπίτι, μου τηλεφώνησε να μου πει πως κάποιον είχαν σκοτώσει, γι΄αυτό και τόσες φωτιές και φασαρίες...
...

Σε φιλώ.






* * * * * * *

6.12.08

μια χάντρα μπλε, για το μάτι

Ξέχασα πως κάνουν ποστ.

Έχω καταπιεί έναν λογοκριτή, έχω μια κλειδαριά στα χείλη μου, στο μυαλό μου, στα δάχτυλά μου.
Όμως είναι Χριστούγεννα και τραγουδάω καθώς οδηγώ, καθώς σερφάρω.

Θυμάσαι, Πανδωρίτσα, εκείνα τα χριστούγεννα που περάσαμε μόνες online, μ΄αυτό το screen saver, ανταλλάσσοντας χριστουγεννιάτικες εικόνες (και σκέψεις); Ε, λοιπόν, τι ωραία που τώρα είναι τώρα και δεν είναι πια τότε!


* * * * * * *

28.10.08

με Άλφα κεφαλαίο


Ο Luis Soriano, δάσκαλος από την La Gloria της Κολομβίας, σε μια διαδρομή που επαναλαμβάνεται σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο εδώ και μια δεκαετία: Φορτώνει τα δύο γαιδουράκια του, τον Άλφα και τον Βήτα και επισκέπτεται με τη φορητή δανειστική βιβλιοθήκη του τα γύρω χωριά.
Εξηγεί πως είναι κάτι που άρχισε σαν ανάγκη, μα τώρα πια το νιώθει ως υποχρέωση.
Όλα ξεκίνησαν από την πίστη του ότι, το να δίνεις στους ανθρώπους πρόσβαση σε βιβλία, μπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη μιας περιοχής, ίσως και ολόκληρης της Κολομβίας.
Μπορεί ο κύριος Soriano να μην έχει ταξιδέψει ποτέ έξω από τη χώρα, αλλά είναι αφοσιωμένος στο να φέρνει τους ανθρώπους της χώρας του σε επαφή με τον έξω κόσμο.
Η ιδέα του ήρθε, λέει, όταν σαν νέος δάσκαλος είδε την μεταμόρφωση που προκαλούσε το διάβασμα στους μαθητές του.
Ξεκίνησε αρχικά παίρνοντας μαζί του μερικά βιβλία ασκήσεων, τόμους εγκυκλοπαίδειας και μυθιστορήματα από την μικρή προσωπική βιβλιοθήκη του. Ένα μεγάλο βήμα έγινε πριν μερικά χρόνια, όταν άκουσε στο ραδιόφωνο αποσπάσματα από τη Μπαλάντα της Μαρία Αμπντάλα, του Juan Gossain, ενός Κολομβιανού δημοσιογράφου-συγγραφέα και του έγραψε ζητώντας να του χαρίσει ένα αντίγραφο για την βιβλιοθήκη του.
Ο συγγραφέας το δημοσιοποίησε μέσω ραδιοφώνου, κι έτσι με τις δωρεές βιβλίων που ήρθαν από όλη τη χώρα ξεκίνησε η δημιουργία μιας μικρής βιβλιοθήκης δίπλα στο σπίτι του, η οποία όμως έμεινε μισοτελειωμένη λόγω έλλειψης χρηματοδότησης.
"Ξεκίνησα με 70 βιβλία και τώρα έχω πάνω από 4.800", λέει.

Πριν από δύο χρόνια άνοιξε με τη γυναίκα του το εστιατόριο La Cosa Política: ακόμη και ανάμεσα στους πελάτες του, τους εργάτες των ράντσων και τους οδηγούς φορτηγών, ο κ.Soriano βλέπει πιθανούς βιβλιόφιλους. Γιαυτό στους τοίχους κρεμάει σελίδες της τοπικής εφημερίδας…

(το πρωτοείδα εδώ, βρήκα λεπτομέρειες και μετέφρασα από εδώ-όπου έχει κι άλλες φωτογραφίες.)


* * * * * * *

19.10.08

πήρα κόκκινα γυαλιά

Πρώτα θα κάνω πέντε ερωτήσεις, όπως μου ζήτησε η re-nata.

Σ' έναν φιλόσοφο: και ποιος σας βάφτισε φιλόσοφο παρακαλώ; Όλοι μας σαν εσάς είμαστε εξάλλου, φιλοσοφούμε ολημερίς, είτε από μέσα μας είτε από έξω μας…
Σ' έναν παλιό έρωτα: μπα! Και τώρα, δίχως μου, είστε καλά; Εγώ –ευτυχώς- είμαι!
Σ' ένα μέντιουμ: δεν θα σε πιστέψω, ότι και να μου πεις. Πέρασα μήνες με τα βιβλία της αστρολογίας στο προσκεφάλι μου, και τι έγινε; Δε βοηθάει να ξέρεις τι θα γίνει. Καθόλου.
Σ' ένα παιδί: θα ήμουν καλή μάννα για σένα; Ή είμαι ανώριμη γι’ αυτό;
Στον καθρέφτη μου: πως γίνεται, αφού είμαι η ίδια συνέχεια, τη μια να είμαι πρησμένη και βαριά σαν πέτρα, και την άλλη να χαμογελώ και να λάμπω; Με κοροιδεύεις, μου φαίνεται…

Μετά, θα αφήσω στην άκρη τα σοβαρά θέματα, όπως ακριβώς κάνουν και στην Ιαπωνία...








Από εδώ.


* * * * * * *

13.10.08

Ιστορίες, ε;


Κάθε πρωί που βλέπω τα περιστέρια στην πλατεία να βόσκουν κομματάκια ψωμί-την ώρα που πάω για καφέ, πριν χωθώ στον κλιματισμό της ημέρας, όλο γύρω-γύρω τους περπατάνε ιστορίες, κάθονται στα παγκάκια, στην ουρά του ταμείου για τον καφέ, τρέχουν προς την σκάλα του μετρό, περνούν αργά-αργά το δρόμο μασουλώντας κουλούρια... Τους βλέπω όλους σαν κινούμενα ποστ, και λίγο ντρέπομαι, μα πιο πολύ γελάω μέσα μου, μου φτιάχνει τη διάθεση, με βλέπω κι εμένα από πάνω, σαν ποστ μέσα στο ποστ που λέει και ο έντεκα, κι είμαστε μια χαρά. Άμα βλέπεις, δηλαδή άμα η ματιά σου είναι προς τα έξω αντί προς τα μέσα σου, όλα είναι μια χαρά. Μια κίτρινη γάτα σήμερα έκανε σύννεφο τα περιστέρια να’ ρθουν προς τα πάνω μου. Μετά, στη δουλειά, δε σταματάνε (συνεχίζουν) οι ιστορίες. Μερικές τις κοιτάζω στα μάτια, μερικοί κλαίνε μπροστά μου-εγώ δεν κλαίω, είμαι σκληρή, τους λέω πως ο κρόνος θα φύγει σε ενάμισι χρόνο απ την παρθένο, πως τα επιτόκια μπορεί να συνεχίσουν να ανεβαίνουν αλλά μπορεί και να κατέβουν, και διάφορα επαγγελματικά επιχειρήματα όπως μη στεναχωριέστε…. Ρωτάω κυρίες συνταξιούχες αν ασχολούνται με το ίντερνετ και τους το συνιστώ, δείχνω σε παλικαράκια τα παπούτσια που αγόρασα από το ιμπει και γελάμε συνωμοτικά.

* Είναι η Jennifer Ehle απο την τηλεοπτική σειρά του bbc περηφάνια και προκατάληψη.


* * * * * * *

12.10.08

my links












...

5.9.08

το μεσημέρι είναι εντελώς γαλάζιο και μακρύ για μένα


Ή, πόσες φορές μπορείς ν΄ ακούσεις ένα τραγούδι μέσα σ' ένα απόγευμα,
ή, τα (γαλάζια!) μεσημέρια της εφηβίας.

Πότε είναι που ήταν η εποχή του Τσελεντάνο για μας; Γιατί βουρκώνω-κλαίω όποτε τον ακούω, και κλαίω πιο πολύ, χαμογελώντας ευτυχισμένη που η ζωή είναι τέτοια που είναι, όταν τον βλέπω; Φταίει το σουλούπι του; Οι κινήσεις του, η φωνή του;
Φταίνε τα χρόνια που μου θυμίζει;
Μα είμαι σίγουρη πως δεν ήταν όμορφα χρόνια. Ήταν τότε που είσαι σα χηνόπουλο, με υγρά φτερά και άσχημο, και δοκιμάζεις να πετάξεις.
Το πρώτο-μόνο που μου έρχεται στο νου όταν τον ακούω-βλέπω, είναι εκείνο το ραντεβού, νωρίς το απόγευμα, Σάββατο, έξω από το Λάουρα. Για το με ποιόν ήταν το ραντεβού, ακόμη δεν είμαι εντελώς σίγουρη. Σίγουρη είμαι όμως ότι ήμασταν έξη. Τρία κορίτσια και τρία αγόρια. Και ότι είχαμε πει ψέματα πως θα είμαστε μόνο οι τρεiς μας. Το βάρος του ψέματος και του Σαββατιάτικου απογεύματος (και της εφηβίας το βάρος), αυτά είναι μόνο που επιβίωσαν μετά από 27(;) χρόνια. Ούτε το πριν, ούτε το ενδιάμεσο εκείνης της μέρας θυμάμαι ξεκάθαρα, ούτε το μετά. Μόνο το μέσα μου. Ο φόβος της αμαρτίας/ανυπακοής/παρανομίας που επισκιάζει την απόλαυση.

Τα ματάκια του δεν είναι άλλο λαμπερά, έχουν χάσει την παιχνιδιάρικη διάθεσή τους, το νάζι και την πονηριά τους, είναι κουρασμένα.
Αλλά μου χάρισε σήμερα ένα υπέροχο απόγευμα!

* Α, ξέχασα να πω ότι η ταινία που είχαμε πάει να δούμε ήταν (μάλλον) το "σεισμός στο κρεβάτι μου", εξ ου και ο συνειρμός...


* * * * * * *

14.8.08

σαν σήμερα

Η τελική σούμα, αναμφισβήτητα βγαίνει θετική. Αναμφισβήτητα.

Μπορώ να γίνω πάρα πολύ μελό (ε, έχω και μια ροπή προς αυτό, δεν μπορώ να το αρνηθώ!) και να πω για δάκρυα και για ουλές, μα ποιος δεν έχει; Επιτέλους πια, Μαρία-Αντουανέτα, σκάσε. Βαρέθηκα κι εγώ η ίδια τη γκρίνια και τη μουρμούρα. Μ’ ακούω μέσα μου να γκρινιάζω και γελάω, λέω πάψε πια καλέ, προς θεού, δε βαρέθηκες; Έτσι έχουν τα πράγματα, έτσι είναι, έτσι, σκάσε, σκάσε πια.

Πιο πολλά κιλά-θα είναι από το μυαλό, που έπηξε και που περίσσεψε με τα χρόνια! Πιο λίγος ενθουσιασμός-θα είναι από τα περισευούμενα κιλά, (και το μυαλό), που δεν μ’ αφήνουν πια να αιωρούμαι!

Δεν έχω καθόλου διάθεση, ούτε ικανότητα να γράψω. Έχω διάθεση (και ικανότητα, εννοείται!) να διαβάζω. Νιώθω το χρόνο μπροστά μου λιγοστεμένο, στενεμένο, κι όσο ανάποδο κι αν ακούγεται, αυτό για μένα είναι δείγμα πως χαίρομαι τη ζωή. Προσπερνώ τις φυλλάδες και διαβάζω βιβλία. Προσπερνώ (ψέματα λέω, δεν προσπερνώ, προσπαθώ, προσπαθώ πάρα- π ά ρ α πολύ μα σπανιότατα τα καταφέρνω) τις σκόνες του σπιτιού ώστε να μου μένει χρόνος να ζω.

Έχω διάθεση για ταξίδια μα δεν έχω διάθεση να σχεδιάσω ταξίδια. Θέλω να φεύγω, να φεύγω από παντού, απορώ που τόσα χρόνια καθόμουν-μα πως, γιατί δεν έφευγα;

Οι νύχτες, οι ήσυχες νύχτες του καλοκαιριού, τα πρωινά της Κυριακής με τις εφημερίδες στο τραπέζι της κουζίνας. Ο καφές. Τα βιβλία, το κοτόπουλο με κάρυ. Μαζί.

Όταν ακούω τον ήχο του νερού καθώς κάνεις μπάνιο, φοβάμαι μην έρθουν μέρες χωρίς εσένα, χωρίς τον ήχο σου μέσα στο σπίτι. Μα που να το πω και τι απάντηση να πάρω;

Συχνότατα πια, φοβάμαι.

Και του χρόνου!


* * * * * * *

10.8.08

Το «σαλόνι» του Σουρή (!)


{…} Ο καημένος ο ποιητής μόνο σε στίχους ήταν πλούσιος, νοίκιαζε πάντα ένα μέτριο σπίτι -γιατί σαν άστεγος Αθηναίος άλλαζε στέγη συχνά- και το επίπλωνε με ότι είχε και δεν είχε.
{…} Στην εξώπορτα μια μεγάλη μετάλλινη πινακίδα έγραφε: «Ο ΡΩΜΗΟΣ, εφημερίς που τη γράφει ο Σουρής».
{…} Απ’ αυτό το απέριττο, το απεριποίητο, το φτωχικό σχεδόν σπίτι περνούσε όλη η Αθήνα! Δεν ήταν μόνο οι λόγιοι και οι δημοσιογράφοι που πήγαιναν κάθε βράδυ. Συχνά έβλεπες και κυρίους του κόσμου με τις γυναίκες και τα κορίτσια τους, αξιωματικούς, τραπεζικούς, πολιτευόμενους κι ότι πεις.
{…} Είναι πολύ γνωστές και οι «πνευματικές συνεδριάσεις» με τα τόσα τους αστεία επεισόδια, κι όχι λιγότερο περίφημες «χαρτοπαιχτικές», που όταν εξέπνευσαν τα Πνεύματα, εφευρέθηκαν από την κυρία Σουρή για να μη συζητούμε για τη γλώσσα και θυμώνει ο Γιώργος της.

* Γρηγόριος Ξενόπουλος 1867-1951, Χρονολόγιο & Λεύκωμα, του Διονύση Ν.Μουσμούτη, από τις εκδόσεις Περίπλους (σελ. 56) UPDATE: Εκδόσεις Περίπλους

* Η φωτογραφία από το TreckEarth


* * * * * * *

6.8.08

αναπάντεχα


Είπα να κοιτάξω ποια είναι αυτή η κυρία Sarah Brightman που θα τραγουδήσει στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών μεθαύριο, και βρήκα πως η πρώτη-φορά-ακούω-το-όνομά-της αγγλίδα είναι παγκοσμίως πασίγνωστη εδώ και δεκαετίες…
Μετά, πήρα να ψάχνω να την ακούσω, και δες πως τη βρήκα: παρέα με τον Αντόνιο (να τραγουδάει όπερα με αξάν μαριάτσι), ένα θαύμα!


* * * * * * *

29.7.08

εκ των προτέρων


Τα θέματα που θα συζητήσουμε θα είναι τα εξής: το βιβλίο της Σώτης (εισηγήτρια η Βενετία), η χθεσινή συναυλία της Λένας (εισηγήτρια η Σταυρούλα, πάνω σε σχόλια του Χάρη) και οι ζωές της Ισιδώρας Ντάνκαν και του Πλάτωνα Ροδοκανάκη (εισηγήτρια εγώ, μετά από την επισταμένη σημερινή μελέτη μου)!! Επίσης, θα κουβεντιάσουμε από κοινού για τις ζωές μας, τη ζωή γενικά, τα σχέδια (που δεν κάνουμε), την υπομονή (που κάνουμε, μερικές φορές), τις μαμάδες μας (που γερνάνε και παρολαυτά ακόμη καταφέρνουν να μας σπάνε τα νεύρα)-αυτό μάλλον το θέμα έπρεπε να το βάλω πρώτο. Ή και να το βγάλω εντελώς, για να περάσουμε καλά!!
Σας φιλώ
η φίλη σας lemon
:)

* φωτογραφία: άφιξη στην Αίγινα.





* * * * * * *

23.7.08

Ω, τι όμορφος τρόπος να τελειώνεις τη μέρα σου!


H αγαπητότατή μου mental multivitamin πρότεινε να δούμε την Emily David κι έτσι εγώ τώρα ψάχνω να βρω λόγια να μοιραστώ, και τρόπο να ισορροπίσω τον ενθουσιασμό μου με την...ευρωπαία μέσα μου που θέλει να ειρωνευτεί την αμερικανιά... Μα οι αδιαμφισβήτητες ανατριχίλες, με διαψεύδουν.

(Και ο ιππότης της ασφάλτου, ο ΚΙΤ; τι γυρεύει εδώ; Τι συγκίνηση, μετά τόσα χρόνια, να βρεθούμε έτσι τυχαία... Κοίτα να δεις, και ποτέ δεν είχα αναρωτηθεί τι κάνει αυτό το παιδί! Ε, ναι λοιπόν, κι αυτός μεγάλωσε, όπως όλοι μας!)


* * * * * * *

16.7.08

σήμερα

Προσπαθώ να βρω μια φωτογραφία που να ταιριάζει με τη φράση
σήμερα μια γάτα αυτοκτόνησε μπροστά στα μάτια μου, αλλά εις μάτην, φυσικά.

Παράλληλα, ταξιδεύω με φωτογραφίες στην -όμορφη- Τυφλίδα.


* * * * * * *

14.7.08

τα έχω πάρει


Γιατί εγώ όταν περνάω μια περίοδο μεγάλης ψυχολογικής κρίσης δεν μπορώ να απομονωθώ σ’ ένα βουδιστικό μοναστήρι; Γιατί πρέπει να πηγαίνω κάθε πρωί στη δουλειά μου; Όλοι αυτοί που είναι στο μετρό κάθε πρωί, είναι καλά; Δεν θα προτιμούσαν να ηρεμήσουν σε ένα βουδιστικό μοναστήρι παρά να κοιτούν στο ρολόι πότε θα φτάσει ο επόμενος συρμός;

Μερικές φορές νιώθω πως είμαι μυρμήγκι. Αλλάζω τόσο πολύ από μέσα μου κατά τη διάρκεια της ημέρας που νομίζω πως αλλάζω κι από έξω μου. Τώρα που το σκέφτομαι μου ‘ρχονται γέλια- νομίζω πως είμαι τρανσφόρμερ: συνήθως το πρωί είμαι άνθρωπος (αλλά πιο συνήθως είμαι σαν κουρδισμένο ρομποτάκι), όσο περνάει η ώρα γίνομαι βόμβα, μετά γίνομαι αλοιφή, και σιγά-σιγά, προς το βράδυ (όχι όλα τα βράδια όμως) ξαναβρίσκω εμένα όπως με ξέρω από τα μέσα. Πάντως (ευτυχώς) τα Σαββατοκύριακα, είμαι για 48 ολόκληρες ώρες εγώ!


* * * * * * *

11.7.08

στην Ελευσίνα για καφέ


Ποιος θα το έλεγε πως θα ερχόταν καιρός στη ζωή μου που θα πήγαινα στην Ελευσίνα για καφέ μετά τη δουλειά...!

Την ώρα που οδηγούσα, σκεφτόμουν πως τόσο που μ΄αρέσουν το οδήγημα και οι δρόμοι, ίσως να έπρεπε να έχω γίνει φορτηγατζής, ή ταξιτζής...
Και μετά θυμήθηκα που συχνά θέλω να μπω στο σπίτι και να μην ξαναβγώ για μέρες, να μη βλέπω ανθρώπους, ήλιο και φασαρία, και τρόμαξα. Που είμαι έτσι, είμαι και αλλιώς.
Είμαι άραγε κανονική ή έχω πρόβλημα;
(-Εσείς τι νομίζετε; Είστε κανονική ή έχετε πρόβλημα;
-Κανονική είμαι. Όλοι είναι έτσι. Κι έτσι κι αλλιώς. Όλοι χρειάζονται ότι χρειάζονται, κι αυτό μπορεί να είναι άλλο κάθε μέρα.)

Και μόλις έφτασα στον Ασπρόπυργο, κι είδα τη θάλασσα, κι εκείνο το τεράστιο γκρι πλοίο, ένιωσα λίγο σαν τους μύριους, μέσα μου φώναζα θάλασσα, θάλασσα...

Θυμήθηκα που ζούσα πάντα τόσο κοντά στη θάλασσα, και χάρηκα που τώρα είμαι εδώ κι όχι εκεί, γιατί όλες οι θάλασσες δεν είναι ίδιες. Αυτή εδώ έχει αέρα, ελευθερία, εκείνη ήταν ακούνητη, ίδια, δεν μπορούσα να πάρω αναπνοή.
Θυμήθηκα και τις φίλες μου που πίναμε καφέ τα μεσημέρια στα κλεφτά μετά τη δουλειά μας, και -για δεύτερη φορά μέσα σε μερικές μέρες- μου έλειψαν πολύ. Γιαυτό έκλαψα στο sex and the city: γιατί αναγνώρισα τις στιγμές που μιλούσαν όλες μαζί, ταυτόχρονα, και χαχάνιζαν, στιγμές ευφορίας που δεν περιγράφονται αν δεν τις έχεις ζήσει!

Τελικά τι είμαι; μοναχικός ή κοινωνικός άνθρωπος; Δεν ξέρω.
Μέσα στις μέρες μου έχει ώρες-και μέρες-που πετάω, κι αυτό είναι που έχει σημασία.


* * * * * * *

6.7.08

σιάο γουό τόου


Κάποια βράδια, αφού το γεύμα είχε τελειώσει αι οι καλεσμένοι είχαν φύγει, ο πατέρας μου καθόταν για λίγο στην κουζίνα. Κάπνιζε λίγο καπνό στο ναργιλέ του Αχ Χενγκ και έλεγε ιστορίες από την Απαγορευμένη Πόλη όσο καθαριζόταν η κουζίνα.
Εκείνες τις φορές, χορτασμένος από ένα ακόμη κομψό και τέλειο γεύμα, μιλούσε συχνά με νοσταλγία για τη λαική κουζίνα. Αν τον άκουγε κανείς εκείνες τις στιγμές, τίποτα δεν ήταν καλύτερο από τα απλά, καθημερινά φαγητά. Επέμενε πως η πραγματική μαγειρική ήταν η τέλεια ετοιμασία των πιο απλών φαγητών, παρόλο που όλοι ξέραμε πως ο ίδιος δεν μαγείρευε έτσι.
Μας έλεγε επίσης πως η Χήρα Αυτοκράτειρα Τσι Σιε ζητούσε κάποιες φορές το λαικό πρόχειρο φαγητό που είχε αναγκαστεί να τρώει όταν είχαν φύγει για να ξεφύγουν από την Επανάσταση των Μπόξερ. Αυτό αποτελούσε μέρος της παράδοσης του παλατιού και ο Λιανγκ Γουει το διδάχτηκε με το σχολαστικότερο τρόπο από τον ίδιο του τον αφέντη, τον ξακουστό αυτοκρατορικό σεφ και γνώστη του παρελθόντος Ταν Τσουάντσινγκ. Ο Άρχοντας Ταν έμαθε στον πατέρα μου να φτιάχνει σιάο γουό τόου, τα ακατέργαστα μικρά γλυκίσματα από καλαμποκάλευρο σε σχήμα δαχτυλήθρας, που η Αυτοκράτειρα θυμόταν να αγοράζουν οι βαστάζοι της από τους υπαίθριους πωλητές στο δρόμο, σταματώντας το καραβάνι τους σε ένα ανεμοδαρμένο ορεινό πέρασμα για να τα φάνε, μικροσκοπικά και ζεστά. Χρόνια αργότερα, θα τα ζητούσε όποτε ήθελε να νιώσει και πάλι ζωντανή. Είχε υπάρξει σχεδόν μια συνηθισμένη γυναίκα για μια στιγμή, σχεδόν φτωχή, έξω στο ύπαιθρο σαν τον οποιοδήποτε παρακατιανό. Παραδόξως, από όλες της τις αναμνήσεις, αυτή ήταν μια από τις πιο συναρπαστικές.
Ο πατέρας μου έλεγε πως διέκρινε ένα ελαφρύ χαμόγελο στο πρόσωπο του Ταν Τσουάντσινγκ όταν ετοίμαζε τα σιάο γουό τόου για την Αυτοκράτειρα. Όπως πολλά κινέζικα πιάτα, το σιάο γουό τόου είχε ένα υποβόσκον νόημα πέρα από την εμφάνιση και τη γεύση και τη μυρωδιά του. Πραγματικά, στις δεκαετίες που ακολούθησαν, το συγκεκριμένο πιάτο είχε αποκτήσει εννοιολογική σημασία ανάμεσα στους ανθρώπους που ασχολούνταν με το φαγητό. Όταν κάποιος έφτιαχνε σιάο γουό τόου, όταν τα σέρβιρε, όταν απλώς να ανέφερε, ήταν σαν να μιλούσε για την Μαρία Αντουανέτα της Κίνας. Η Τσι Σιε δεν ενδιαφερόταν καθόλου για το λαό. Η βασιλεία της έφερε στο τέλος του ένα σύστημα που είχε επιβιώσει για χιλιάδες χρόνια. Ο πατέρας μάς έμαθε πως όταν φτιάχναμε σιάο γουό τόου αναφερόμασταν στο χειρότερο είδος αυτοκρατορικής αδιαφορίας προς το λαό και γι’ αυτό θα έπρεπε να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί σχετικά με το που και πότε τα σερβίραμε. Απολαυστικές χωριάτικες μπουκίτσες, ήταν επίσης μια έντονη πολιτική δήλωση και μπορούσαν να καταστρέψουν έναν σέφ. Να είστε προσεκτικοί, μας έλεγε.

* Ο τελευταίος Κινέζος σεφ, της Nicole Mones, από τις εκδόσεις Μελάνι (σελ. 282-283)

* Η φωτογραφία από το TrekEarth




* * * * * * *

2.7.08

το χρώμα της τύχης


Οι μαθητευόμενοι με ρωτάνε συχνά ποιο είναι το απόγειο της μαγειρικής. Είναι τα πιο φρέσκα υλικά, οι πιο πολύπλοκες γεύσεις; Είναι το καθημερινό ή το σπάνιο; Δεν είναι τίποτε από όλα αυτά. Το απόγειο δεν είναι ούτε η κατανάλωση του φαγητού ούτε το μαγείρεμα, αλλά η προσφορά του φαγητού και η συντροφικότητα. Δεν μπορεί να φάει κανείς μόνος ένα καταπληκτικό γεύμα. Τι απόλαυση μπορεί να αντλήσει κάποιος από την υψηλή κουζίνα, αν δεν έχει καλέσει αγαπημένους φίλους, αν δεν μετρά τις μέρες μέχρι αυτό το γεύμα και δεν συνθέτει ένα ποίημα προσμονής για την πρόσκληση σε αυτό;
Λιάνγκ Γουέι, Ο τελευταίος Κινέζος σεφ, Πεκίνο, 1925

* Ο τελευταίος Κινέζος σεφ, της Nicole Mones, από τις εκδόσεις Μελάνι (σελ.7)

* Η φωτογραφία από το TrekEarth



* * * * * * *

26.6.08

διαβάζω...

«Να σε ρωτήσω κάτι, Σούλμαν;» είπε ο προπονητής Τζέφρυ. «Όταν ήσουν μικρός, έπαιζες στο δρόμο;»

«Βέβαια» απάντησε ο Σούλμαν.

«Τι έπαιζες; Μπέιζμπολ; Ποδόσφαιρο; Κυνηγητό;»

«Όλα αυτά» είπε ο Σούλμαν. «Και μάλιστα, στη διάρκεια του μαραθώνιου θα περάσουμε πολύ κοντά από τους δρόμους όπου έπαιζα, όταν έμενα με την οικογένειά μου στο Μπρούκλιν».

«Ξέγνοιαστες εποχές, δεν συμφωνείς; Οι καλοκαιρινές βραδιές. Οι φίλοι. Οι γονείς που σ΄ έβαζαν στο κρεβάτι. Η μόνη έγνοια που είχες ήταν ότι κάθε τόσο περνούσε αυτοκίνητο κι έπρεπε να σταματήσεις το παιχνίδι και να κάνεις στην άκρη, δεν συμφωνείς;»

«Ναι» είπε ο Σούλμαν χαμογελώντας στην ανάμνηση.

«Για σκέψου, βρε Σούλμαν. Μια εποχή που το μυαλό και το σώμα σου ήταν ένα. Συγχωνευμένα. Τότε, όταν έκανες κάτι, οι σκέψεις σου δεν έτρεχαν σε κάτι άλλο. Ότι ήσουν, όλα αυτά τα συστατικά που συνέθεταν τον μικρό Σούλμαν, ήταν απορροφημένα στο παιχνίδι. Τα παιδιά το κάνουν φυσικά αυτό, προτού πεθάνουν και γίνουν ενήλικοι. Παίζουν σ΄ έναν κόσμο με άπειρες δυνατότητες. Αυτό ακριβώς θέλω να κάνεις κι εσύ για έξη ώρες και δύο λεπτά. Να πας πίσω και να παίξεις σ΄ αυτούς τους δρόμους. Να ξαναβρείς αυτό το παιδί και να το γνωρίσεις από την αρχή. Και θα είναι ακόμα καλύτερα, αυτή τη φορά. Γιατί δεν θα χρειάζεται να ανησυχείς για τα αυτοκίνητα».

* "Ο άλλος του εαυτός" του Άλαν Ζβάιμπελ, από τις εκδόσεις Μελάνι (σελ.167-168)

* Η φωτογραφία από το TrekEarth


* * * * * * *

22.6.08

Βαρκελώνη ΙΙ

Περπατώντας-και περπατήσαμε πάρα πολύ, τόσο που έφτανα στο σημείο να θέλω να πατήσω το κλάματα από την κούραση και να κάτσω στην άκρη του πεζοδρομίου, σαν θυμωμένο παιδάκι...
Περπατώντας λοιπόν την Βαρκελώνη, η σκέψη που μου ερχόταν ξανά και ξανά στο νου ήταν, πως αυτή η πόλη πρέπει να είναι ο παράδεισος των επί γης αρχιτεκτόνων... Να μη χορταίνει το μάτι σου να βλέπει κτήρια-στολισμένα, κτήρια-στολίδια, συνέχεια, συνέχεια, πολλά, σχεδόν όλα, αραδιασμένα το ένα δίπλα στο άλλο, όλη η πόλη μια έκθεση έμπνευσης και κατασκευής.

Και για μένα, που αυτό που αγαπώ περισσότερο στις πόλεις είναι τα κτήρια όταν τα βλέπω έρημα, χωρίς τους ανθρώπους τους, τις πρώτες πρωινές ώρες ή αργά το βράδυ, το περπάτημα σ' αυτή την πόλη ήταν μια υπερβολική δόση χαράς των ματιών και ηρεμίας.

...μια γιαγιά ποτίζει με αργές κινήσεις τις γλάστρες της...

...ένα ξεχασμένο κόκκινο πατάκι-καρδούλα...

...δυο δείγματα διαφορετικών εποχών δίπλα-δίπλα...

...ένα βιβλιοπωλείο που βλέπει σε μια πλατεία γεμάτη πολυκατοικίες υπό κατάληψη...

...ένα θαυμάσιο σπίτι-πύργος, βαδίζοντας προς τη Sagrada Familia...

...κατεβαίνοντας με τα πόδια από το πάρκο Gruel ως τη θάλασσα, διασχίζοντας γειτονιές κατοικημένες από κατοίκους της Πόλης κι όχι τουρίστες...

* για τη φίλη μου που φεύγει μεθαύριο για Βαρκελώνη: να περάσεις πολύ καλά! Κι όταν με το καλό επιστρέψεις, να μας ταξιδέψεις κι εμάς ξανά εκεί με τις σκέψεις και τις φωτογραφίες σου!


* * * * * * *

16.6.08

εξωσωματική εμπειρία!

Ας πάρουμε τα πράγματα από κάποιο σημείο, όχι από την αρχή.

Την Παρασκευή πήγαμε στο θέατρο, στο θέατρο σε τροχόσπιτο, στο Εδώ, στο πάρκο του Κολωνού. Πριν, ήπιαμε καφέ στο Μπουρνάζι. Άραγε έχει νόημα να πω πάλι πόσο όμορφα ήτανε; Που ήταν Παρασκευή, που ήταν βραδάκι, που κουβεντιάσαμε στον καφέ, και πριν την παράσταση, και μετά την παράσταση, και στο τέλος αναρωτήθηκα άραγε πόσα χρόνια θα βρίσκουμε ανεξάντλητα θέματα να κουβεντιάζουμε, φιλενάδα, όποτε βρισκόμαστε, ε;

Και σήμερα ψάχνοντας να βρω μια από τις ιστορίες της παράστασης στο βλογ του Γκαζμέντ Καπλάνι, βρήκα αυτό: «…μισή ώρα γυμναστικής παράγει περισσότερη σεροτονίνη από ένα χάπι Ρrozac…».

Κι έτσι απαντήθηκε η σημερινή πρωινή απορία μου: γιατί άμα δεν είσαι καλά, σε βοηθάει τόσο πολύ το να κάνεις δουλειές; Δηλαδή πως γίνεται κι ενώ το πρόβλημα φαίνεται να είναι αόριστο, άπιαστο, του μυαλού, της ψυχής, αέρας (κοπανιστός), η θεραπεία μπορεί να έρχεται από κάτι τόσο γήινο, τόσο ποταπό, τόσο απλό σε τελική ανάλυση, όπως το να πλένεις πιάτα ή να σφουγγαρίζεις κάτω από τα κρεβάτια;

Δευτέρα-αργία-του Αγίου Πνεύματος, σφουγγάρισα όλες τις σκάλες της πολυκατοικίας. Καλά, για να μην είμαι υπερβολική διευκρινίζω: πρώτα έβγαλα την ηλεκτρική στο διάδρομο και τις καθάρισα-ώστε να μην έχω μπελάδες με σκούπες και φαράσια και σκόνες, η ηλεκτρική σκούπα είναι μικρή κι ελαφριά κι έτσι την κουβαλούσα στο χέρι (πως να την σέρνεις πάνω-κάτω σε σκάλες;) Δεύτερον δεν πρόκειται για πολυκατοικία, μα για διπλοκατοικία, με μόνο δύο σειρές σκάλες (ως την ταράτσα). Τρίτον μοσχοβόλησε άζαξ μπλε όλος ο διάδρομος. Τέταρτον κατάλαβα γιατί όταν λένε «μεγάλωσε τα παιδιά της πλένοντας σκάλες» είναι τόσο συνταρακτικό-εγώ έφτασα σχεδόν 42 για να βιώσω αυτή την εμπειρία. Και, χωρίς καν να έχω παιδιά να μεγαλώσω.

Η φωτογραφία δεν είναι άσχετη με το θέμα.




* * * * * * *

10.6.08

υπαρξιακά...


Χμμμ, αυτό το «διαβάζω μέχρι και τις ετικέτες των απορρυπαντικών όταν είμαι στην τουαλέτα», χρόνια τώρα, το θεωρώ κι εγώ (όσο «κάπως» και «παρακμιακό» κι αν ακούγεται) ως το απαύγασμα της βιβλιοφιλίας. Μη σου πω και κάτι παραπάνω. Μα ίσως και κάτι χειρότερο. Κάτι σαν αρρώστια δηλαδή, σαν το μυαλό να πρέπει συνέχεια να απασχολείται, να τρέφεται, να διασκεδάζεται, να ξεπορτίζει, να καλοπερνάει, να ξεχνιέται (σαν με ένα άρλεκιν, κάπως...), σαν το βλέμμα να πρέπει συνέχεια να είναι απασχολημένο με την αποκρυπτογράφηση αυτών των μαύρων γραμματακίων, να τα βάζει στη σειρά, να τα κάνει λέξεις και να μπαίνει στη διαδικασία να τα καταλάβει, να σκεφτεί δηλαδή, να δώσει ώθηση επομένως στο μυαλό, στην συνείδηση να φύγει, να είναι αλλού, να μην είναι εκεί που είναι το σώμα παρά να ταξιδεύει. Λίγο σαν υπεκφυγή της πραγματικότητας το βλέπω μερικές φορές. Μα πάλι, ούτε την απόλαυση μπορώ να αμφισβητήσω, ούτε το φυγείν αδύνατον απ’ αυτό: είναι κάπως γονιδιακό, έτσι έχω καταλήξει. Γεννιέσαι με την έλξη προς αυτά τα χάρτινα χαρτιά, που άμα τ’ ανοίξεις είναι σαν μπαουλάκια θησαυρού-ξεχύνονται ιστορίες και άνθρωποι και χρυσάφια από μέσα τους, και είναι λίγο σαν θάλασσα, όπου βουτάς με τα μούτρα και χάνεσαι από το τώρα. Για την δημιουργία παρελθόντος (ψευδού;) τι να πω; Που με τόσα διαβάσματα, έχεις πάει, έχεις νιώσει, έχεις πει, έχεις ερωτευτεί, πληγωθεί, ταξιδέψει, όσο ποτέ δεν θα προλάβεις στα χρόνια που θα προλάβεις να ζήσεις. Γιατί; Γιατί σε μερικούς δε φτάνει η ζωή τους και θέλουν κι άλλη; Κι άλλες; Ωραία όμως. Όχι απλά ωραία, πιο πολύ από ωραία-όποιος το ξέρει, ξέρει. Και το τελευταίο που θέλω να πω, είναι το δεκανίκι. Άσχημη λέξη, μα δε βρίσκω καλύτερη. Που άμα είσαι χάλια, άμα δεν ξέρεις τι να κάνεις για να σηκωθείς, για να προχωρήσεις, ανοίγεις το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο, διαβάζεις μια παράγραφο, δε θέλει παραπάνω, και μετά ξέρεις ότι η ζωή είναι ωραία, ότι αξίζει τον κόπο, παρ’ όλα της, αφού υπάρχουν τέτοιες παράγραφοι, τέτοιοι άνθρωποι που σκέφτονται έτσι, που μπορούν και γράφουν έτσι, κι άλλοι-πολλοί, που τα διαβάζουν και νιώθουν όπως εσύ: παρηγορημένοι. Παρέα σου, κοντά σου, κι ας μην μαθαίνει ποτέ ο ένας για την ύπαρξη του άλλου.

(Η φωτογραφία από το Buenos Aires)


* * * * * * *

7.6.08

τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια


Πεκίνο
Οι Αρχές της Κίνας αποφάσισαν να επιτρέψουν σε ζευγάρια που έχασαν το μοναδικό παιδί τους στον καταστροφικό σεισμό της Κίνας να αποκτήσουν νέο παιδί και τους παράσχουν κάθε βοήθεια, όπως αναφέρουν τα κινεζικά μέσα ενημέρωσης.
Για την ενίσχυση των ζευγαριών, σύμφωνα με το BBC, το κράτος δίνει την δυνατότητα για αναστροφή των στειρώσεων ενώ προσφέρει και ψυχιατρική φροντίδα, χειρουργικές επεμβάσεις και τεχνητή γονιμοποίηση για όσους το έχουν ανάγκη.
Ανάμεσα στους περίπου 70.000 νεκρούς του σεισμού της 12ης Μαΐου, περίπου 7.000 ήταν μοναχοπαίδια. Στο πρόγραμμα ενδεχομένως να συμπεριληφθούν και οι γονείς 16.000 παιδιών που τραυματίστηκαν από το σεισμό.
Σύμφωνα με την πολιτική τους ενός παιδιού, τα ζευγάρια που έχασαν το μοναδικό παιδί που τους επιτρέπει ο νόμος ή που έχουν παιδί με αναπηρία μπορούν να γεννήσουν και δεύτερο. Στις αγροτικές περιοχές πάντως το όριο είναι δύο παιδιά.
Newsroom ΔΟΛ

(η φωτογραφία: το Lijiang νωρίς το πρωί)


* * * * * * *

5.6.08

ο παράδεισος

Άν υπάρχει παράδεισος, κάπως έτσι πρέπει να είναι (όχι μέλια και γάλατα και τέτοιες αηδίες που σε κάνουν χάλια και πρέπει να κάνεις μπάνιο μετά!!). Έτσι Σταυρούλα;

(η φωτογραφία του Jorge Cadamartori)


* * * * * * *

3.6.08

Αν ήξερα πως θα ‘ρχόσουν, θα ‘φτιαχνα κέικ...

Δεν θέλω να ποστάρω (ολόκληρο) το κείμενο κάποιου άλλου, θέλω όμως πολύ να το μοιραστώ, γι’ αυτό θα βάλω ένα λίνκ για εδώ: ένα κείμενο που παρουσιάζει έναν άνθρωπο του οποίου η ζωή έχει πολύ-πολύ συζητηθεί, τον παρουσιάζει ανθρώπινο και ταυτόχρονα ιδανικό-σαν ήρωα βιβλίου, ένα κείμενο λογοτεχνικό:

"...Οι λέξεις, για τον μικρό Τσαρλς, δεν ήσαν ανιαρές, ήσαν ζώντες οργανισμοί που μπορούσαν να ζωντανέψουν το μυαλό του, που όταν τις διάβαζες σ’ έκαναν να νιώσεις τη μαγεία τους, σ’ έκαναν ανθεκτικό στην οδύνη, σου δώριζαν ελπίδα, σε δυνάμωναν ώστε τα πάντα να υπομένεις. Οι λέξεις έγιναν το βάλσαμο αλλά και το όπλο του. Οι λέξεις έγιναν η περιουσία του, η πατρίδα του, το κονάκι και το σύμπαν του. Με τις λέξεις κατάφερε να αντιμετωπίσει τις αντιξοότητες, να υπερβεί την ασχήμια, να δελεάσει δεκάδες γυναίκες, να ψάλλει ό,τι αγάπησε, να πλέξει συγκλονιστικά εγκώμια σε όσους ευγνωμονούσε..."

Συγκινήθηκα επίσης, γιατί μου έφερε στο μυαλό εικόνες του '84-'86, τότε που αγοράζαμε τα βιβλία του Μπουκόφσκι χαρτόδετα από τους πάγκους της φοιτητικής λέσχης, και περάσαμε μέρες με την κουβέντα του, στον μπερντέ (της Θεσσαλονίκης), ένα φοιτητικό καφενείο (ψηλά στην οδό Μελενίκου, απέναντι από τη σχολή μας, πίσω από το νοσοκομείο), με τις καρέκλες πάνω στα χαλίκια, κι εγώ να πίνω αμίτα ροδάκινο αραιωμένη με παγάκια, με καλαμάκι, γιατί ήμουν πρωτοετής τότε, και δεν είχα μάθει ακόμα το νεσκαφέ…

Θέλω να αφιερώσω αυτό το μελό ποστ στον Θέμη, που εμπνευσμένος από τον Μπ. είχε βρει τον τίτλο της ποιητικής συλλογής που θα έγραφε αν δε γινόταν μαθηματικός, και που φοβάμαι πως δεν έγραψε ποτέ.

(η φωτογραφία είναι του Richard Eccleston)


* * * * * * *

17.5.08

ο Μάιος των εξετάσεων

Πρέπει να διαβάσω, γιατί το άλλο Σάββατο γράφω εξετάσεις, για τη δουλειά μου . Δεν έχω καμία διάθεση να αποστηθίσω ορισμούς. Θέλω έναν καφέ και να κοιτάζω τον τοίχο (ή την οθόνη).

Πέρασαν 24 χρόνια από κείνο το Μάιο των Πανελλαδικών, που η μαμά μού έφερνε καθαρισμένα καροτάκια και χυμούς πορτοκάλι κάθε λίγο, που είχα τα πατζούρια του δωματίου κατεβασμένα όλη τη μέρα για να μη μπαίνει φως, και την πόρτα κλειστή, και ούρλιαζα στην αδελφή μου όποτε άνοιγε να μπει μέσα.

Προς τι όλα αυτά; Ούτε να μπω στο Πανεπιστήμιο ήθελα-όσο συνειδητά θα έπρεπε. Να τελειώνουν μια ώρα αρχύτερα οι εξετάσεις ήθελα, κι όσο το δυνατόν πιο αίσια, ώστε να μη χρειαστεί να ξαναπεράσω τη διαδικασία του διαβάσματος και των εξετάσεων.
Και επαναλαμβάνω, προς τι όλα αυτά; Άντε και πέρασα, και με καλή σχετικά σειρά (30 στους 300), στην πρώτη σχολή της επιλογής μου. Ήμουν τόσο σκασμένη από το διάβασμα και τόσο αδιάφορη για τη σχολή όπου πέρασα, που δεν ξαναδιάβασα ποτέ από τότε. Πέρασα τσάτρα-πάτρα μερικά μαθήματα, και να ‘μαι τώρα, 24 χρόνια μετά, χωρίς πτυχίο, με 21 χρόνια δουλειάς στην πλάτη μου, στο κατώφλι της σύνταξης.

Τώρα ξέρω πως το επάγγελμα (και οι σπουδές) πρέπει να επιλέγονται με βάση όχι τις ικανότητες αλλά τις επιθυμίες των ανθρώπων. Τι να το κάνω που ο μπαμπάς μου πίστευε πως η εξυπνάδα και η τεμπελιά μου θα επενδύονταν σωστά στο επάγγελμα μιας καθηγήτριας μαθηματικών;

Το ότι μπήκα στη σχολή το χάρηκα, δε λέω, όσο περισσότερο γίνεται. Ήταν οι 3 μεγάλες απορίες της ζωής μου, μοναδικές για τον καθένα μας και αδύνατον να απαντηθούν παρά μόνο όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου: πως θα είναι την πρώτη φορά που θα κάνω έρωτα, αν θα μπω στο πανεπιστήμιο και πως θα είναι όταν γεννήσω. Οι δύο πρώτες απαντήθηκαν. Δεν έχω και μεγάλο ενθουσιασμό για καμία τους, οπότε κατά κάποιο τρόπο τώρα πια αδιαφορώ και για την τρίτη.

Αντί να διαβάζω για ασφάλειες, κάθομαι και γράφω ημερολόγιο. Και μάλιστα το βρίσκω πιο φυσιολογικό και πιο χρήσιμο.
Ανωριμότητα. Αντιεπαγγελματισμός. Ασυνέπεια. Τεμπελιά.
Πάω να κάνω έναν καφέ.


* * * * * * *

12.5.08

καταπληκτική!

Η Ντόρις Λέσινγκ, κάτοχος του Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2007

Λονδίνο
«Αναθεματισμένη καταστροφή» χαρακτήρισε η συγγραφέας Ντόρις Λέσινγκ το Νόμπελ. Η κάτοχος του Νόμπελ για το 2007 δήλωσε ότι είναι αδύνατο να γράψει καινούριο βιβλίο και είπε ότι πιθανότατα θα εγκαταλείψει εντελώς τη συγγραφή.

Η Ντ.Λέσινγκ δήλωσε σε ραδιοφωνική παραγωγή του Radio 4 ότι η προσοχή των μέσων ενημέρωσης μετά τη νίκη της κατέστησε αδύνατη την πιθανότητα συγγραφής ενός νέου βιβλίου.
«Το μόνο που κάνω είναι να δίνω συνεντεύξεις και να περνώ το χρόνο μου να φωτογραφίζομαι» δήλωσε η 88χρονη συγγραφέας.

Όσο για τη συγγραφή, δήλωσε ότι η ίδια έχει σταματήσει. «Δεν έχω άλλη ενέργεια» είπε. «Γι' αυτό το λόγο λέω σε όσους είναι νεότεροι από μένα να μην φαντάζονται ότι θα το έχουν για πάντα. Χρησιμοποιείστε το όσο το έχετε γιατί γλιστρά σαν νερό σε λούκι» δήλωσε.

(απο το Newsroom ΔΟΛ)


Πωπω, βλέπεις; πάνω που τα λέγαμε («ιδιοχείρως»)… Ευτυχώς, ευτυχώς που το βλογ μου εξυπηρετεί σκοπούς αυτογνωσίας και όχι δημοσιότητας, αλλιώς… Να τα κόμεντς, να τα λινκς, να τα βιβλία, να οι δημοσιότητες, ποτέ δεν ξέρεις πόσο κοντά στο Νόμπελ-και πόσο μακριά από τη συγγραφή μπορεί να πάει κανείς!
Ευτυχώς, ευτυχώς σου λέω, που έχω τις φίλες μου και με διαβάζουν, και τα συζητάμε κι από κοντά στον καφέ, και ψυχαναλύομαι γραπτώς και προφορικώς, και με μαθαίνω-άσε που ευχαριστιέμαι και κάτι θαυμάσιους καπουτσίνους παρέα με τα κορίτσια, και χαίρομαι την παρέα τους!

(οι φωτογραφίες είναι από εδώ κι από εδώ)




* * * * * * *

11.5.08

στο χέρι...


Απαπα, αν δεν είχαν ανακαλυφθεί τα κομπιούτερ, το γουόρντ, τα μπλόγκς, νομίζω (φοβάμαι) πως πότε δεν θα έδειχνα τις σκέψεις μου γραμμένες, σε κανέναν. Όσο απόλαυση είναι αυτό το "ιδιογράφως" όταν γράφω για μένα-από λίστες με ψώνια και (λίστες με) λοιπά, μέχρι τετράδια γεμισμένα με σημειώσεις από βιβλία και σκέψεις-, τόσο δύσκολο μου φάνηκε όταν υπήρξε η προοπτική να το δουν κι άλλοι.

Κατέληξα πως "δημοσιευμένα" στα βλογ, τα κείμενά μου αποκόπτονται από μένα, μου φαίνονται πια σα βιβλία, σα σκέψεις κάποιου που μου μοιάζει πολύ, κάποιου που χαίρομαι που υπάρχει και σκέφτεται σαν εμένα. Αισιοδοξώ (εθελοτυφλώ;) πως δεν είναι ναρκισισσμός αλλά βήματα προς την αυτογνωσία!


* * * * * * *