4.12.11

ούτε η σκέψη της θάλασσας

Είναι σοβαρό πράγμα ένα μπλογκ, είναι η βιτρινα μας, το υπουργείο δημοσίων σχέσεων,
ή είναι ο μυστικός μας κήπος;
Είναι εξομολογητήριο, θεραπευτήριο, προσφέρει εντέλει καμία βοήθεια;
Oι σκέψεις που δεν γράφουμε σαπίζουν μέσα μας και μας σκοτώνουν σιγά-σιγά;
Για ποιό λόγο να έχεις ένα μπλογκ άμα δε γράφεις ότι θέλεις μέσα του;
Ποιός, ποιά αστυνομία της σκέψης θα σε συλλάβει αν γράψεις αυτά που ούτως ή άλλως έχεις μέσα σου,
ποιόν θα κοροιδέψεις αν δεν τα γράψεις, ποιός θα νομίσει πως είσαι πολύ ευτυχισμένος, πως είσαι καλύτερος άνθρωπος;

All I’ve ever done is dream.

All I’ve ever done is dream. That, and only that, has been the meaning of my existence. The only thing I’ve ever really cared about is my inner life. My greatest griefs faded to nothing the moment I opened the window onto my inner self and lost myself in watching.
I never tried to be anything other than a dreamer. I never paid any attention to people who told me to go out and live. I belonged always to whatever was far from me and to whatever I could never be. Anything that was not mine, however base, always seemed to be full of poetry. The only thing I ever loved was pure nothingness…

— Fernando Pessoa (via booklover)

13.11.11

10.11.11

χριστούγεννα

Στο σφαγείο του έρωτα σκοτώνουν μόνο τους καλύτερους,
κανέναν απ' τους αδύναμους ή τους χωρίς μορφή.
Μην προσπαθείς να ξεφύγεις από τετοιο θάνατο.
Όποιος δεν πεθαίνει απ' την αγάπη είναι σάρκα νεκρή.

ο στίχος του Rumi
- η φωτογραφία της Citronella

8.11.11

ομοιοπαθητική

Τι όμορφη που είναι η Αθήνα! Πόσο μ'αρέσει να είμαι έξω στο δρόμο το βράδυ-Σάββατο βράδυ! Έφυγα με μιαν αίσθηση ότι βρε παιδι μου η ζωή είναι ωραία, ωραία. Ωραία χωρίς σημαντικό λόγο, απλά γιατί μπορώ να περπατάω στην Ιπποκράτους κι από πάνω να βρέχει. Με τα μαλλιά σγουρά, φορτωμένη την τσάντα με τα βιβλία, νιώθω (υπέροχα) ανάλαφρη και δυνατή-σαν φοιτήτρια.

(γραμμένο το Σάββατο 8 Οκτωβρίου, γυρνώντας από καφέ με τις φίλες μου στο ράδιο μπάμπλ)

* η φωτογραφία

6.11.11

ξαφνικά βλέπεις μπροστά σου τη θάλασσα

Κάθε τόσο, στην καθημερινότητά μας, ανοίγει μια μικρή ρωγμή, η οποία όμως σε κάνει να δεις έναν κόσμο που δεν τον είχες υποψιστεί. Πιστεύω ότι η λογοτεχνία κάποιες φορές σου προσφέρει το κλειδί, δε λέω για να διεισδύσεις σε αυτόν τον κόσμο που θα ήταν κάτι υπερβολικά σημαντικό, αλλά τουλάχιστον για να ακουμπήσεις το μάτι σου σε αυτή τη ρωγμή και να προσπαθήσεις να κοιτάξεις μέσα. Ειδάλλως, ξέρεις, η πραγματικότητα είναι σαν ένας τοίχος από τσιμέντο, ένας τοίχος εξαιρετικά συμπαγής.

...η εμπειρία εξακολουθεί να μας διδάσκει πως οι άνθρωποι αλλάζουν συνεχώς τη ζωή τους, αλλά ζώντας ταυτόχρονα και τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τα πράγματα. Κι αυτό μπορεί να συμβεί για τους πιο διαφορετικούς λόγους: διότι μια μέρα είδες έναν πίνακα, διότι άκουσες ένα ποίημα, διότι συνάντησες έναν άνθρωπο, διότι ξαφνικά είδες μπροστά σου τη θάλασσα... Πρέπει να βλέπουμε τη ζωή μας σαν μια μεγάλη περιπέτεια.

Κάποια στιγμή, σ' ένα ποίημα του Αλβάρο Κάμπος λέει πως ο ίδιος υπήρξε τα πάντα: "υπήρξα ένα κορισάκι, υπήρξα ο αστράγαλος μια Αγγλίδας κοπέλας που κοίταζε τη Λισσαβώνα, υπήρξα οι ναύτες, η θαλασσινή αύρα, η πουτάνα, ο ζητιάνος του δρόμου", παρόλαυτά νιώθει πως "λείπει πάντα κάτι, ένα ποτήρι, μια αύρα, μια φράση, και η ζωή, όσο περισσότερο την ανακαλύπτεις, τόσο περισσότερο σε πονά"...
Στους στίχους αυτούς υπάρχει όλη η χαρά και ταυτόχρονα όλη η αίσθηση καταπίεσης και δυστυχίας που νιώθεις όταν γράφεις λογοτεχνία. Διότι τελικά η ζωή είναι απούσα: εσύ εφευρίσκεις διαρκώς τη ζωή, εφευρίσκεις χιλιάδες πρόσωπα, εφευρίσκεις την Ανθρώπινη κωμωδία του Μπαλζάκ, εφευρίσκεις έναν ολόκλητο κόσμο, αλλά η ζωή είναι μονίμως απούσα, κι εσύ δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, έχεις μια μόνιμη αίσθηση ανικανοποίητου.

... τα βιβλία είναι αμπαρωμένα σκρίνια που πρέπει να ανοιχτούν, που πρέπει να βρεις τα κλειδιά τους για να τα ανοίξεις, ή μερικές φορές, να τα παραβιάσεις... Άλλωστε, δεν ξέρεις ποτέ τι θα βρεις μέσα τους... Το βιβλίο είναι ένα μυστηριώδες αντικείμενο, που πάντα ξεφεύγει από τις προθέσεις του συγγραφέα του.

* Αντιγράφω από το καταπληκτικό βιβλίο Ένα πουκάμισο γεμάτο λεκέδες
Συζητήσεις του Antonio Tabucci με τον μεταφραστή του Ανταίο Χρυσοστομίδη εφ' όλης της ύλης

5.11.11

i take my coffee black


Πέρασα μερικές ημέρες σε τέτοια ατμόσφαιρα κάποτε, σ' ένα ταξίδι στο Βέλγιο και στην Ολλανδία.
Ήταν μια περίεργη εποχή -τον χαρακτηρισμό τον δίνω τώρα- της ζωής μου, ήταν (για τότε) οι πιο δύσκολες μέρες που είχα ζήσει ποτέ.
Είχα μόλις χωρίσει από τη σχέση που είχα από το 19 μου. Δεν είχα πάει ποτέ ως τότε διακοπές χωρίς εκείνον, δεν είχα πάει ποτέ ως τότε διακοπές με μια φίλη που μετά βίας γνώριζα.
Μέσα στην απόγνωση των ημερών, δέχτηκα την πρόταση για να φύγω από το σπίτι, για να φύγω από το καθημερινό κλάμα μου.
Κι έτσι, γνώρισα τις θεραπευτικές ιδιότητες του ταξιδιού.
Γνώρισα ανθρώπους που δεν ξαναείδα ποτέ, κι άλλους που έγιναν μέρος της ζωής μου για ένα διάστημα. Γνώρισα τη φίλη με την οποία ταξιδέψαμε μαζί.
Έμαθα ότι μπορώ να μείνω σ' ένα μονόκλινο δωμάτιο μόνη, να κοιτάζω από το παράθυρο τη βροχή να πέφτει συνέχεια σ' έναν έρημο δρόμο μιας μικρής πόλης στην Ολλανδία, να κοιμάμαι μόνη σ' ένα δωμάτιο ξενοδοχείου με την ησυχία να ακούγεται από παντού.
Να σηκώνομαι το πρωί και να ντύνομαι, να βγαίνω έξω στο δρόμο χωρίς σχέδια, να ξεκαρδίζομαι στα γέλια με την παραμικρή αφορμή.

Τώρα ξέρω πως όλα εκείνα ήταν ένα γάντζωμα απόγνωσης πάνω στη ζωή.
Τότε δεν το ήξερα-νόμιζα πως/κι έκανα κινήσεις τυχαίες, είχα αφεθεί να με πηγαίνει η ζωή σαν φύλλο στον άνεμο, αρκεί να μην έχω να αποφασίζω μόνη μου τι πρέπει να κάνω-γιατί δεν ήξερα πως κάνει κανείς όταν μένει μόνος του.

Τώρα, δέκα χρόνια μετά, -σήμερα- κατάλαβα γιατί η ψυχή μου ηρεμεί όταν βλέπω βρεγμένους έρημους δρόμους, αμμουδιές το χειμώνα που τις δέρνει ο αέρας, φωτεινά καφέ που είναι σαν να σε καλούν να μπεις για να νιώσεις τη θαλπωρή τους. Θυμάται ότι μπορεί.

1.11.11

παιδάκια έχεις;

Εμείς δεν κάναμε παιδιά. Μα με τον άντρα μου είχαμε μια υπέροχη σχέση. Η ζωή μου δίπλα του πέρασε όμορφα, ήμασταν ευτυχισμένοι, η ζωή μου ήταν σαν μέλι.
Ήμασταν αριστεροί, εξορίες, στη χούντα να φανταστείς μας συνέλαβαν την ίδια μέρα.
Όχι, γιατί να στεναχωρηθώ που δεν έκανα παιδιά; Έτσι ήρθαν τα πράγματα, τι να κάνουμε;
Στη ζωή δεν πρέπει να το βάζεις κάτω ποτέ. Αρκεί να φροντίσεις να τηρείς ένα-δυό πράγματα για να μπορέσεις να ζήσεις ευτυχισμένος.
Να μην είσαι ανταγωνιστικός. Να έχεις μέσα σου καλοσύνη. Και ποτέ να μην το βάζεις κάτω. Ποτέ. Να συνεχίζεις. Μπορείς. Το πόσα μπορεί ο άνθρωπος είναι απίστευτο, όλα τα μπορεί, όλα ότι βάλει με το νου του.
Και τώρα που είναι έτσι τα πράγματα, πάλι ξέρω πως θα τα καταφέρουμε. Θα βάλουμε το κεφάλι κάτω και θα δουλέψουμε.
Ο άνθρωπος μπορεί και με πολλά, μπορεί και με λίγα. Δε χάνεται. Τα καταφέρνει.
Σε κουράζω τώρα που σου τα λέω αυτά; Να με συγχωρείς.
Είμαι γεννημένη το 1927. Έχει επτά χρόνια που έχασα τον άντρα μου.
Και τώρα που με βλέπεις να έρχομαι, είναι για τον εγγονό της αδελφής μου, καλό παιδί μα έκανε ένα γάμο χάλια-χάλια. Γι' αυτό έρχομαι και πληρώνω το δάνειό του, τι να κάνω;
Μη με βλέπεις έτσι, στη ζωή μου ποτέ δεν το έβαλα κάτω εγώ. Είμαι πολύ δυνατός άνθρωπος.

Δεν με άφησε να τη βοηθήσω να σηκωθεί από την καρέκλα. Έκανε μία, δύο, τρεις, τέσσερις προσπάθειες, κάποια στιγμή κατάφερε να σηκωθεί και να στηριχτεί στο μπαστούνι της.

22.10.11

Αν δεν σε ξαναδώ ποτέ
πάντα θα σε κουβαλώ
μέσα
έξω
στα ακροδάχτυλά μου
κι ως τις άκρες του εγκεφάλου μου

και στα κέντρα
κέντρα
αυτού που είμαι από
ότι έχει απομείνει.

- Charles Bukowski
- λουλούδια

18.10.11

Να το βαθύτερο μυστικό που ξέρει κανείς
(να η ρίζα της ρίζας και το μπουμπούκι του μπουμπουκιού
κι ο ουρανος του ουρανού ενός δέντρου που λέγεται ζωή, που γίνεται
ψηλότερο απ' όσο η ψυχή μπορεί να ελπίσει ή το μυαλό μπορεί να κρύψει)
κι αυτό είναι το θαύμα που κρατάει τ' αστέρια μακριά

κουβαλώ την καρδιά σου (την κουβαλώ μέσα στην καρδιά μου).

- EE Cummings

16.10.11

όλο χρώματα

Δε σ' αγαπώ παρά μόνο γιατί σ' αγαπώ.
Πηγαίνω απ' το να σ' αγαπώ στο να μη σ' αγαπώ
απ' το να σε περιμένω στο να μη σε περιμένω
η καρδιά μου κινείται από το κρύο στη φωτιά.

Δε σ' αγαπώ παρα μόνο γιατί είσαι συ αυτός που αγαπώ.
Σε μισώ βαθειά, και μισώντας σε, σκύβω μπροστά σου,
και το μέτρο της μεταβαλλόμενης αγάπης μου για σένα
είναι πως δε σε βλέπω μα σ' αγαπώ τυφλά.

Ίσως το φως του Γενάρη να καταβροχθίσει
την καρδιά μου με τις βάναυσες ακτίνες του,
κλέβοντάς μου το κλειδί για την αληθινή ηρεμία.

Σ' αυτό το σημείο της ιστορίας εγώ είμαι αυτός που
πεθαίνει, ο μόνος, και θα πεθάνω απ' αγάπη επειδή σ' αγαπώ,
επειδή σ' αγαπώ, Αγάπη, σε φωτιά και σε αίμα.

* * *


Το ποίημα του Πάμπλο Νερούδα το βρήκα στο 500 top poems του Poem Hunter, απ' αλλού οδηγούμενη και ψάχνοντας για άλλο ποίημα.
Τόση φωτιά και τόση αγάπη, μέσα σε μια μέρα τόσο γκρί, ε;
Η φωτογραφία είναι του φθινοπώρου και των χρωμάτων.

5.10.11

νησίδες και σωσίβια

Η σκέψη, ας πούμε, ότι αύριο θα ανακοινωθεί το νόμπελ λογοτεχνίας, είναι αρκετή για να ξεκολλήσω ξαφνικά/επιτέλους από τη σκέψη της δουλειάς και την αυτολύπηση.
Δεν είναι πως έχω σε εκτίμηση τα νόμπελ, όχι... Αλλά ξαφνικά να, λογοτεχνία, μια λέξη καταπραυντική σαν κοτόσουπα. Που την ακούς και λες ναι βρε παιδί μου, λογοτεχνία. Αρκετά με τις κουβέντες, την έκθεση και την αυτοκριτική.

* η φωτογραφία

1.10.11

μπλε

Η θάλασσα που δεν ανήκει σε κανέναν (ένας λόγος που σε ανακουφίζει), που είναι αρμυρή όσο πρέπει (όχι όπως η Νεκρή θάλασσα). Τη νύχτα, κάποτε, φωσφορίζει, σα μαύρο μετάξι σκισμένο ξαφνικά που αφήνει να φανεί λίγη άσπρη σάρκα.

Κάποτε λυπούμαι που δεν έτυχε να μείνω εδώ στην Αλεξάνδρεια όλον αυτό τον καιρό της προσφυγιάς που μ' έκαναν να σκορπιστώ στους πέντε αγέρηδες. Κάτι θα είχα κάνει, έστω και με τούτη τη θάλασσα, έστω και με τούτο το λιμάνι. Τα ποτάμια δεν παρηγορούν, θέλουν χαρούμενη καρδιά. Το ίδιο ο Σηκουάνας, το ίδιο ο Τάμεσης, το ίδιο και ο Νείλος. Τα ποτάμια σ' αφήνουν πάντα πίσω, καθώς κυλούν, μ' αυτά που έχεις, πίκρες, βασανα, απελπισίες. Η θάλασσα λυτρώνει.

* Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Δ'

28.9.11

ποίηση

θα κυλιστώ έξω
μέχρι οι μηροί μου να μουσκέψουν απ' τα καυτά λουλούδια
θα πάρω τον ήλιο στο στόμα μου
και θα βουτήξω μέσ' στον ώριμο αέρα
ζωντανός
με τα μάτια κλειστά

* το ένα ποίημα του e. e. cummings, το άλλο από εδώ

26.9.11

όταν γελάς, να γελάς σαν την κόλαση

Θέλω να σκεφτώ ξανά επικίνδυνα κι ευγενή πράγματα. Θέλω να είμαι ελαφριά και παιχνιδιάρα. Θέλω να είμαι απίθανη και όμορφη, και να μη φοβάμαι τίποτε, σαν να είχα φτερά.
* * *
Η πιο δυνατή συμβουλή για έναν συγγραφέα είναι αυτή, νομίζω: προσπάθησε να μάθεις ν' αναπνέεις βαθειά, να γεύεσαι πραγματικά το φαγητό σου όταν τρως, κι όταν κοιμάσαι να κοιμάσαι πραγματικά. Προσπάθησε να είσαι όσο πιο ζωντανός μπορείς μ' όλο σου το είναι, κι όταν γελάς, να γελάς σαν την κόλαση. Κι όταν θυμώνεις, να θυμώνεις για τα καλά. Προσπάθησε να είσαι ζωντανός. Γιατί δεν είναι μακρυά η μέρα που θα πεθάνεις.
* * *
Το θαύμα ήρθε στα ξαφνικά. Κρατούσε ένα βιβλίο και κάθως διάβαζε, βρήκε αυτό που έψαχνε. Έτσι απλά.
* * *
Γι' αυτούς που σ' αγαπούν, είσαι ήδη όμορφος. Όχι γιατί είναι τυφλοί στις ελλείψεις σου αλλά γιατί μπορούν να δουν καθαρά την καρδιά σου. Οι ελλείψεις σου τότε ξεθωριάζουν μπροστά στη σύγκριση. Οι άνθρωποι που νοιάζονται για σένα, είναι πρόθυμοι να σ' αφήσουν να είσαι ατελής και όμορφος ταυτόχρονα.
* * *
Δεν έχει πιο απλή θεραπεία από τα βιβλία: μπορεί να μη σου δίνουν χαρά, μα τουλάχιστον φέρνουν την ηρεμία και στο πιο μπερδεμένο μυαλό.

* healing μεταφράσεις (1, 2, 3, 4, 5)
* Dan Stevens (Downton Abbey)

21.9.11

φαντασίες

είναι κάτι αισθήματα που σε γεμίζουν μέχρι επάνω
που σκάβουν τις ρίζες τους μέσα στο δέρμα σου
και δε φεύγουν ποτέ
φουσκώνουν
και σε πετάνε πέρα
όπως ο αέρας και τα κύματα

* μετάφραση από εδώ

20.9.11

το μεσημέρι

Ένα γατάκι μικρό σα φουντουκάκι,
μια μπαλίτσα, ένα κουβαράκι
ανάμεσα στα χόρτα, στο πεζοδρόμιο,
σήμερα.
Στάθηκα και το κοίταξα για ώρα.
Δεν με χρειαζόταν-μάλλον εγώ ήμουν περισσότερο
που χρειαζόμουν να νιώσω τα χάδια του.

18.9.11

το πέταγμα

Σήμερα ξεκαθάρισα ένα σωρό πράγματα στο σπίτ, χαρτιά κυρίως, στίβες από έντυπα που φυλάω για "την περίπτωση που θα χρειαστούν", για συναισθηματικούς λόγους, γιατί "κοίτα τι ωραία που τα λέει/τι ωραία χρώματα/τι ωραίο σχέδιο", για "να το ξαναδιαβάσω αυτό κάποια στιγμή"... Τέτοια.

Όταν είμαι σε τέτοια διάθεση "πετάγματος" δεν την αφήνω να φύγει ανεκμετάλλευτη: πιάνω, εκτός από την αρχική στίβα, και οποιαδήποτε άλλη πιάσει το μάτι μου, που χρονίζει "προς έλεγχο και αξιολόγηση". Που συχνά, όχι μόνο χρονίζει, αλλά διχρονίζει, τριχρόνιζει, κοκ...

Σήμερα η εκκαθάριση είχε τον κλασσικό τίτλο Πετάμε ότι δεν χρησιμοποιήσαμε τον τελευταίο χρόνο (ή για πολύ περισσότερο διάστημα), Πετάμε ότι μπορεί να βρεθεί σε δευτερόλεπτα στο ίντερνετ, Πετάμε λίστες πραγμάτων που έπρεπε να γίνουν αλλά ξεχάστηκε ακόμη και το γεγονός ότι υπήρξαν ως σκέψεις. Και κάτι που εμφανίστηκε για πρώτη φορά: Πετάμε ό,τι όταν το βλέπουμε μας κάνει να στεναχωριόμαστε. Όσο σημαντικό κι αν είναι αυτό. Τέλος. Το πετάμε γιατί δεν θέλουμε καθόλου να στεναχωριόμαστε.

Έτσι, τώρα έχω μια γεμάτη τσάντα ανακύκλωσης, ένα πιο ανάλαφρο σπίτι, και μιαν αίσθηση ελευθερίας και πετάγματος σχεδόν κυριολεκτική.

* Ο πίνακας δεν είναι εγώ κοιτάζοντας τα χαρτιά μου, αλλά είναι υπέροχα χρυσός, καλοκαιρινός, σαν τον ήλιο που μπαίνει αυτές τις μέρες στο σπίτι.
Henry Lebasque (French, 1865 - 1937): Young Woman Reading in the Garden

17.9.11

κάθησε ήσυχη να διαβάσεις

Ο Φρόυντ απ'αρχής μέχρι τέλους ανησυχούσε αδικαιολόγητα για την υγεία της και συχνά έλεγε πως δύο καθήκοντα είχε μόνο στη ζωή της, να είναι καλά και να τον αγαπάει.

* Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Ernest Jones, Σίγκμουν Φρόυντ: η ζωή και το έργο του. Η φωτογραφία είναι από το Women Reading.

11.9.11

κάθε πρωί


Φθινοπώριασε.
Τα φύλλα κάτω στο δρόμο το πρωί
είναι σαν μεγάλες κίτρινες καρδιές
και σαν νησιά που ταξιδεύουν στην άσφαλτο.

7.9.11

λογιστικά βιβλία

Συγκυρίες είναι πιθανότατα δυό κυρίες που κάθονται δίπλα-δίπλα και σου κλείνουν το δρόμο, κι ορίζουν αυτές την πορεία της ζωής σου.

Από χθες μαζεύω περίεργες και σωστές λέξεις: "εικοτολογία"-από τη βιογραφία του Σίγκμουντ Φρόυντ- και δεν ξέρω ακόμη τι σημαίνει. "Αυτοκινητικό" (ατύχημα) και "κατά τα ειωθότα", από τα Κινέζικα Κουτιά της Σώτης Τριανταφύλλου. Το πρώτο, να θυμάμαι να το λέω σωστά. Το δεύτερο σημαίνει "κατά τον συνήθη τρόπο" (από εδώ).

* εικοτολογία= η διατύπωση εικασιών, αυθαίρετων συμπερασμάτων. Όταν συνάντησα πρώτη φορα αυτή τη λέξη ήμουν σίγουρη πως αποκλείεται να υπάρχει... κι όμως...
Από σχόλιο εδώ.

Κι εγώ ακριβώς το ίδιο, ήμουν σίγουρη πως αποκλειεται να υπάρχει αυτή η λέξη, κάτι λάθος είχαν γράψει (σε σχεδόν εκατό σημεία!) στο βιβλίο. Κι όμως...

* Ο πίνακας: Toussaint, Fernand (Belgian, 1873-1955) - Elegant Lady reading

3.9.11

παραμύθια

Ζήλευα το καθετί που είχε ζήσει δίχως εμένα, αν και ήξερα ότι δεν έπρεπε ν'αφήνω να φωλιάζουν στην καρδιά μου τέτοια συναισθήματα, αφού χάρη στην καλοσύνη του θεού αξιώθηκα να μοιραστώ με τον Σεμπάστιαν σχεδόν τη μισή ζωή του.

* Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο Μικρό Χρονικό της Άννας Μαγκνταλένα Μπαχ και ο πίνακας του Vladimir Volegov: Hydrangeas

* * * * *

Η Άννα Μαγκνταλένα ήταν η δεύτερη γυναίκα του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπάχ. Ήταν είκοσι χρονών όταν παντρεύτηκαν, και παρέλαβε τέσσερα παιδιά (από τα επτά που έφερε στον κόσμο πριν φύγει ξαφνικά από τη ζωή και η ίδια) από την πρώτη του σύζυγο, την Μαρία Μπάρμπαρα. Του έκανε ακόμη δεκατρία παιδιά η ίδια (από τα οποία επέζησαν τα έξι).
Έτσι, μεγάλωσε μεγαλώνοντας δέκα παιδιά μέσα σ' ένα σπίτι όπου (σύμφωνα με το ανωτέρω Μικρό Χρονικό) βασίλευαν η μουσική και η αγάπη.

31.8.11

μαγικά καλά

Μην λησμονείς ότι η ομορφιά μένει μονάχα λίγα χρόνια κι εμείς έχουμε να περάσουμε μαζί μια ολόκληρη ζωή. Μόλις περάσει η τρυφεράδα και φρεσκάδα της νιότης, η μόνη ομορφιά βρίσκεται εκεί όπου η καλοσύνη και η κατανόηση μεταμορφώνουν τα χαρακτηριστικά, κι εκεί είναι που εσύ διαπρέπεις.
* * *
Αργά χθες το απόγευμα: στην αρχή ήμουν ήρεμη. Οκ, μπορώ μια χαρά χωρίς το λάπτοπ για δυό-τρεις μέρες. Εξάλλου στο σπίτι υπάρχει κι άλλος υπολογιστής . Θα κάνουμε μια έρευνα αγοράς, θα ζυγίσουμε, θα αποφασίσουμε, θα παραγγείλουμε, θα μας τον φέρουν, θα τον στήσουμε. Το Σαββατοκύριακο θα είμαι πάλι με τον δικό μου υπολογιστή.
Σήμερα τρόμαξα: όταν είδα πόσο γρήγορα μπορώ να αποφασίσω, να παραγγείλω, να πάω η ίδια να τον πάρω, προκειμένου να τον έχω μια μέρα νωρίτερα.
Θέλω να πω ότι αναρωτήθηκα αν είναι φυσιολογικό, αν είναι σαν σοκολάτα, σαν καφές, σαν ναρκωτικό, αν είναι κακό αντί για καλό. Ό,τι δεν μπορείς χωρίς του πρέπει να μπορείς χωρίς του, αλλιώς είναι κακό.
* * *
Χθες επίσης διάβασα ότι ο Φρόυντ έπαιρνε καθημερινά λίγη κοκαίνη, όταν διαπίστωσε ότι "ηρέμησε την ταραχή και εξαφάνισε την κατάθλιψη. Επιπλέον μου έδωσε μια ασυνήθιστη αίσθηση ενεργητικότητας και σφρίγους".
Θυμήθηκα που πήγα στο γιατρό κι όταν μου είπε πως πρέπει να αλλάξω τρόπο σκέψης και διατροφής θύμωσα μαζί του: Νόμιζα πως θα μου δώσετε χαπάκια θεραπείας και θα γίνω αμέσως μαγικά καλά.
* * *
Αλίμονό σου πριγκιπέσσα μου, όταν θα έλθω εκεί θα σε κάνω κατακόκκινη στα φιλιά και θα σε ταίσω μέχρι να στρουμπουλέψεις.

* Όλα τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του Ernest Jones, Σίγκμουν Φρόυντ: η ζωή και το έργο του.
Η φωτογραφία είναι από το pleasing aesthetics.

23.8.11

ο κήπος των επίγειων απολαύσεων

Θεωρώ τη ζωή ένα πανδοχείο όπου πρέπει να μείνω μέχρι να έρθει η άμαξα της αβύσσου. Δεν ξέρω που θα με παέι γιατί δεν ξέρω τίποτα. Θα μπορούσα να θεωρήσω αυτό το πανδοχείο φυλακή γιατί είμαι υποχρεωμένος να περιμένω εκεί μέσα. Θα μπορούσα να το θεωρήσω ένα χώρο συναναστροφών γιατί εκεί συναντιέμαι με άλλους ανθρώπους.
Ωστόσο δεν είμαι ούτε ανυπόμονος ούτε κοινός άνθρωπος. Τα αφήνω αυτά σε όσους κλείνονται στο δωμάτιό τους και ξαπλώνουν άβουλοι στο κρεβάτι τους, όπου περιμένουν χωρίς ύπνο, τα αφήνω σε όσους συζητούν στα σαλόνια απ' όπου οι μουσικές και οι φωνές φτάνουν ευχάριστες ως εμένα. Κάθομαι στην πόρτα και μεθώ τα μάτια μου και τ' αυτιά μου με τα χρώματα και τους ήχους του τοπίου, και τραγουδώ αργά, μόνο για μένα, αόριστες μελωδίες που συνθέτω ενόσω περιμένω.
Για όλους μας θα πέσει η νύχτα και θα φθάσει η άμαξα. Απολαμβάνω την αύρα που μου δίνεται και την ψυχή που μου δόθηκε για να την απολαμβάνω, και δεν ρωτάω αλλά ούτε και ψάχνω. Αν αυτό που αφήνω γραμμένο στο βιβλίο των ταξιδιωτών θα μπορούσε, αν διαβαστεί κάποτε από άλλους, να τους κρατήσει συντροφιά στη διάρκεια του ταξιδιού τους, θα ήταν καλά. Αν δεν το διαβάσουν ή δεν τους διασκεδάσει, πάλι καλά θα είναι.

* το παραπάνω απόσπασμα είναι από Το βιβλιο της ανησυχίας (τόμος Α') του Φερνάντο Πεσσόα,
ο τίτλος El jardín de las delicias είναι της ταινίας του Κάρλος Σάουρα, και του πίνακα του Ιερώνυμου Μπος στο Πράδο,
και οι φωτογραφίες είναι από τη Μαδρίτη.

* * * * *

Ένας σταθμός του μετρό στη Μαδρίτη λέγεται Ruben Dario (Νταρίο, με τον τόνο στο ι)-από το όνομα του ποιητή του ποιήματος της ταινίας.
Πώς βάζεις το δάχτυλο σ' ένα σημείο του χάρτη και λες εδώ ας πάμε; (Ποτέ, ποτέ δεν το είχα ξανακάνει αυτό). Έτσι. Αργά το απόγευμα, γιατί με πιάνει ασφυξία σε μέρη με πολύ κόσμο και πολλή γλίτσα στο δρόμο, βρεθήκαμε σε μιαν άγνωστη γειτονιά, επιλεγμένη στην τύχη, για το όνομα του σταθμού του μετρό, του ποιητή.
Όταν βγήκαμε στην επιφάνεια κοίταζα γύρω-γύρω, ψάχνοντας κι εγώ δεν ξέρω τι, ποιόν ποιητή και ποιά ιστορία. Μα πόσο, πόσο πολύ ωραία, (όσο τυχαία) ταίριαζε! Ένα στρόγγυλο παρτέρι με λουλούδια, παλιές όμορφες ψηλές κατοικίες κανονικών ανθρώπων, Μαδριλένων-τι ωραία λέξη, κανονικών κατοίκων της πόλης εννοώ, όχι τουριστών. Και ησυχία. Ησυχία.
Πήραμε ένα δρόμο κατηφορικό, με δέντρα, με τεράστιες πόρτες, με πεζοδρόμια, με ησυχία.


18.8.11

η αφήγηση μιας ευτυχίας

Ήταν εκεί και ο Μαξ. Μας διηγότανε πολύ απλά το παραμύθι, αληθινό παραμύθι, του ταξιδιού του μ' ένα δισάκι στον ώμο από την Πολωνία ως την Κέρκυρα.
"Κι έμεινα πέντε μέρες με τους ατσίγγανους στη Σερβία", έλεγε. "Ένα πρωί, είδα έναν που κοιμότανε στο ίδιο τσαντήρι μαζί μου, να φοράει το γελέκο του σμόκιν που είχα βάλει κατά λάθος στο δισάκι μου. Του είπα πως δεν ήταν δικό του και δεν ήταν σωστό να μου το πάρει. Μ' αποκρίθηκε πως εγώ είχα δύο γελέκα, ενώ αυτός δεν είχε κανένα. Κι έπειτα πως εκείνη τη μέρα θα παντρευότανε.
Όμως η νύφη μ' αποζημίωσε. Μου χάρισε ένα δαχτυλίδι για να μου φέρνει τύχη και μου είπε, όταν νιώσω τον εαυτό μου ευτυχισμένο, να το πετάξω, σ' ένα μέρος όπου κανείς δε θα μπορούσε να το βρει. Και αλήθεια, το πέταξα στη θάλασσα, ύστερα από ένα χρόνο, ταξιδεύοντας με το γιώτ έξω από το Καστελλόριζο, μια λιόλουστη μέρα. Ο αγέρας ήταν αλαφρύς στα πανιά μας και το γραμμόφωνο έπαιζε ένα τζαζ που μ' άρεσε."
Παράξενο πως αλαφραίνει κάποτε τον άνθρωπο η αφήγηση μιας ευτυχίας.
(σελ 219)

Αν κοιτάξεις με προσήλωση σφίγγοντας τα νεύρα
έξω από το μηχανισμό της μέρας
μπορείς να ελπίζεις πως μια θάλασσα
γύρω απ'τα πόδια σου θα 'ρθει να δέσει.
Αλλά είναι δύσκολο, και πιο συχνά
γεννά παράξενα τέρατα η συνήθεια
τόσο ανυπόφορα...
(σελ 115)

Προσπαθώ να του εξηγήσω την αντίθετη άποψη, που είναι η δική μου. Πως ημερολόγιο δεν είναι διόλου οι στιγμές μας, μήτε η πεμπτουσία της ζωής μας, αλλά το σημάδι, σχεδόν τυχαίο, μιας οποιασδήποτε στιγμής, κάθε τόσο, και όχι πάντα της σπουδαιότερης.
(σελ 178)

* Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Γ'

* * * * *

Εχθές τη νύχτα, μετά από ημέρες, πάλι πρώτα με εφιάλτες και μετά με τίποτα, ο ύπνος μου ήταν γεμάτος με ευτυχία. Δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ, το πρωί, για την αιτία τού παραπάνω. Γιατί, άμα κάτι μας κάνει ευτυχισμένους, θέλουμε να το κρατήσουμε. Κι άμα καταλάβουμε τι ακριβώς είναι, νομίζουμε πως επιδιώκοντας την επανάληψη θα επιτευχθεί και η ευτυχία.
Μα δεν είναι έτσι τα πράγματα, κι εξάλλου, ούτε που βρήκα πώς γίνεται και αλλάζει χρώμα το μέσα μου έτσι στα ξαφνικά.
Μπορεί όμως, υπάρχει μια πιθανότητα, και γιαυτό τα γράφω αυτά τώρα, να είναι οι Μέρες του Σεφέρη, στις οποίες επανήλθα χθες, μετά από καιρό.

7.8.11

ήλιος θα είναι

Ό,τι πολύ επιθύμησες, θά 'ρθει μια μέρα
χωρίς να το 'χεις επιδιώξει,
χωρίς να το 'χεις για δικό σου ονειρευθεί.

Ό,τι είχες επιδιώξει σε πόνεσε πολύ,
το χάρηκες, αλλά σε πόνεσε πολύ,
το έχασες στο τέλος κι έμεινες,
είπες πως η ζωή σου είναι
πικρία μεστή, κλειστή,
κι αφέθηκες να ζεις στη μοναξιά σου.

Ό,τι πολύ επιθύμησες, θα 'ρθει μια μέρα.
Ήλιος θα είναι, θα είναι θάλασσα,
θα 'ναι κάποιο βουνό,
μια ρεματιά πρωτόγνωρη,
η νύχτα στο βουνό,
μια ευφροσύνη πρωταγρίκητη,
μια τόλμη, ένα φρόνημα πρωτόφαντο,
κάτι ανεμώνες που θα φέγγουν στις πλαγιές,
κάτι ανεμώνες που θα μείνουν
ξεχασμένες στο χορτάρι σας,
σημάδι της πλαγιάς
όπου σου δόθηκε ο έρωτας,
μέσα στη νύχτα,
μες στην ομίχλη του βουνού,
κάτω απ' τα στίλβοντα άστρα.

Ό,τι πολύ επιθύμησες,
θά 'ρθει μια μέρα που θα το χάσεις.
Τόσο αναπάντεχα, τόσο άδικα, τόσο νωρίς.
Μα αυτό θα σε πληρώνει τόσο ως μέσα σου,
θα σ' έχει κάνει πλούσιο τόσο, τόσον ώριμο,
θα σ' έχει φέρει τόσο μέσα
στο όλο νόημα της ζωής σου,
της ζωής όλου του κόσμου,
που μια και κάποτε το απόχτησες,
το αξιώθηκες, σου μένει δώρο σου ακριβό,
βαθιά αναφαίρετο, που το κατέχεις εσαεί,
σάρκα της σάρκας σου,
χωρίς ν' αφήνει ούτε μια πτυχή κενή
για την ενέδρα της φθοράς και της πικρίας.

* * * * *

Το Τέλος της Ζήλειας, Μαρσέλ Προυστ
Η γραφή του Προύστ είναι δύσκολη: πολύ μεγάλες προτάσεις (πολύ μεγάλες, συχνά πιάνουν παραγράφους ολόκληρες, σελίδες σχεδόν ολόκληρες) στις οποίες είναι πολύ εύκολο να χάσεις το νόημα, ή για να είμαι πιο ακριβής, στις οποίες με πολύ προσπάθεια βρίσκεις και κρατάς τον ειρμό της σκέψης σου/του.
Ε, λοιπόν στο παραπάνω βιβλίο μετά τις 2-3 πρώτες σελίδες ανάγνωσης, γύρισα έκπληκτη ν' άναζητήσω τον μεταφραστή: το κείμενο κυλάει με τόση άνεση, που όχι μόνο το νόημα δε χάνεις, μα απολαμβάνεις επιπρόσθετα και τις λέξεις που έχουν επιλεχθεί. Αυτό δηλαδή που λέμε λογοτεχνία. Και που είναι από τα πιό δύσκολα το να διατηρηθεί στη μετάφραση. Εκτός κι αν είσαι ο Παύλος Ζάννας (για τον Προύστ). Ή ο Νάσος Δετζώρτζης, όπως αποδείχθηκε.

Δεν τον ήξερα τον Νάσο Δετζώρτζη. Έμαθα πως ήταν στη ζωή του τόσο λογοτέχνης όσο μου τον παρουσίασε το έργο του.
Το παραπάνω είναι ένα ποίημά του που βρήκα εδώ.

6.8.11

τώρα όλος ο κόσμος μου είναι το δωμάτιό μου

Πώς το λέει ο Καμύ, μέσα στην καρδιά του χειμώνα έμαθα τελικά ότι μέσα μου βρίσκεται ένα ανίκητο καλοκαίρι; Έ, εδώ πάρτο κάπως ανάποδα: μές στην καρδιά του καλοκαιριού ήρθε σαν βάλσαμο και μ'αγκάλιασε αυτή η εικόνα του χειμώνα.

* ανακάλυψα τον Boris Kustodiev

3.8.11

πώς τα λένε αυτά που κρέμονται και κάνουν γκλιν-γκλιν με τον αέρα;

O θάνατος έρχεται ξανά κοντά μου, ένα κορίτσι
με βαμβακερό μεσοφόρι, ξυπόλητο, χαχανίζοντας.
Δεν είναι τόσο τρομερό, μου λέει,
δεν είναι όπως νομίζεις, όλο σκοτάδι
και ησυχία. Έχει ονειροπαγίδες
και τη μυρωδιά των λεμονιών, μερικές μέρες
βρέχει, μα συχνότερα ο αέρας είναι στεγνός
και γλυκός. Κάθομαι κάτω από τη σκάλα
χτισμένη από μαλλιά και κόκκαλα κι ακούω
τις φωνές των ζωντανών. Μ'αρέσει,
λέει, τινάζοντας τη σκόνη απ'τα μαλλιά της,
κυρίως όταν μαλώνουν, κι όταν τραγουδούν.

* Dorainne Laux

27.7.11

θα είσαι εδώ πάντα;

Αυτές οι φωτογραφίες ανθρώπων που πετάνε από χαρά, που αγκαλιάζουν με τρυφερότητα το σύντροφό τους δημοσίως, αυτές οι λεζάντες για τα τόσα χρόνια σχέσης...
Βλέπω τους ανθρώπους κι αμέσως σχηματίζονται στο μυαλό μου οι ιστορίες τους.
Με συγκινούν και με θεραπεύουν.
Πάω να πω Δε θέλει πολύ για να θεραπευθείς από μια δύσκολη μέρα, από τη δύσκολη ζωή.
Μα μετά σκέφτομαι, Από την άλλη πάλι, η αγάπη είναι ήδη από μόνη της πάρα πολλή. Ναι.

26.7.11

η χώρα αυτών με τα μαύρα καπέλα

Πολύ θα ήθελα να ξέρω αν υπάρχει κανένας άνθρωπος (που διαβάζει αυτό το ποστ, έστω) που να ξέρει την αυτόνομη δημοκρατία του Karakalpakstan (μια περιοχή που αποτελεί το μισό σχεδόν Ουζμπεκιστάν), την πρωτεύουσά της το Nukus και το Μουσείο τους.
Όποιος έχει ακούσει για αυτό το μέρος, σίγουρα θα ξέρει και όλα τα παρακάτω.

Δεν θα γράψω για τη χώρα, για την πόλη, για το Μουσείο, για τον άνθρωπο που το δημιούργησε. Δίνω τα λινκς για όποιον θέλει να μάθει περισσότερα.

Θέλετε να πάτε στο Λούβρο, στη Βρεττανική Πινακοθήκη, στο Πράδο, στο Γκούγκενχαιμ, στην πόλη-μουσείο Βιέννη;
Ω, στο Μουσείο του Καρακαλπακστάν ξέρετε αν θέλετε να πάτε;


Να και το παραμύθι:
Οι εύποροι γονείς του τον προόριζαν για άλλα, αλλά τους πρόλαβε η επανάσταση, κι έτσι ο μικρός Igor Savitsky (4 Αυγούστου 1915, Κίεβο) έγινε αρχαιολόγος σε ανασκαφές στο Ουζμπεκιστάν. Ανάμεσα στις ανασκαφές ξέκλεβε χρόνο και ζωγράφιζε πίνακες κίτρινους σαν την άμμο της ερήμου που τον τριγύριζε.
Κάποτε ζήτησε τη γνώμη ενός ζωγράφου-του ειδώλου του στη Μόσχα, κι όταν αυτός τον συμβούλεψε να ξεχάσει τη ζωγραφική, κατέστρεψε τους πίνακές του και γύρισε στις ανασκαφές.
Τότε ήταν που ήρθε καιρός που κόντεψε να χαθεί μέσα του, αλλά (ευτυχώς) τον ξανα-βρήκε το δρόμο για τη ζωή, μέσα απ' την ιδια τη ζωή: άρχισε να συλλέγει παραδοσιακά αντικείμενα της περιοχής, ζώνες, κοσμήματα, και κυρίως αυτά τα υπέροχα υφαντά με τα κόκκινα παραδοσιακά σχέδια και κεντίδια.
Μέχρι που έφτασε να πάρει το θάρρος να ζητήσει από τον υπεύθυνο της περιοχής την χρηματοδότηση ενός μουσείου για να τα στεγάσει.
Ένα παιχνίδι εγωισμών ανάμεσα σε δύο άρχοντες (δεν μπορείς να τού χρηματοδοτήσεις ολόκληρο μουσείο, και ποιός είσαι εσύ που θα μου πεις τι θα κάνω, εδώ τις αποφάσεις τις παίρνω εγώ, θα τον χρηματοδοτήσω κι ας μην το βρίσκω απαραίτητο, ίσα για να δεις τη δύναμή μου) έχτισε ένα μεγάλο κτήριο στο Nukuς.
Μέσα στα επόμενα χρόνια, μέχρι το 1984 που πέθανε, πήγε κι ήρθε 20 φορές μέχρι τη Μόσχα, 4.500 χιλιόμετρα τη φορά. Και κάθε φορά επέστρεφε φορτωμένος με πίνακες ζωγράφων που το επίσημο κράτος δεν αναγνώριζε ως τέχνη γιατί "δεν πληρούσαν τις προυποθέσεις". Γιατί ήταν (ζευγάρια αγκαλιασμένα κι αγελάδες που πετούσαν) της avant garde κι όχι (τρακτέρ) του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.

Σήμερα το Μουσείο ονομάζεται Igor Savitsky Karakalpakstan State Art Museum και τα τελευταία 26 χρόνια διεθύνεται από την διάδοχο του Σαβίτσκυ, την Marinika Babanazarova η οποία αγωνίζεται να το διατηρήσει, αρνούμενη πεισματικά να πουλήσει έστω και έναν πίνακa σε κάποιον από τους πολλούς συλλέκτες που το ζητάνε.
(πληροφορίες εδώ)

Το Μουσείο λειτουργεί από το 1966 και στεγάζει 44.000 πίνακες, τους περισσότερους σε μορφή κρεμασμένων καμβάδων καθώς δεν υπάρχουν τα μέσα για να τους κορνιζάρουν. Κι άλλους χιλιάδες στριμωγμένους στο πάτωμα.
Οι αίθουσες κλιματίζονται με ... εμαγιέ δοχεία τα οποία γεμίζουν κάθε μερικές ώρες με νερό (το οποίο εξατμίζεται γρήγορα καθώς οι θερμοκρασίες φτάνουν τους 50 βαθμούς) ώστε να διατηρηθεί η απαιτούμενη υγρασία στο χώρο.

Να και το ντοκιμαντέρ:
The Desert of Forbidden Art

Να κι ένα σχετικό μπλόγκ:
KARAKALPAKSTAN BLOG

Δεν έγραψα τίποτε για το πώς θα γίνει να πάμε. Διάβασα όμως ότι το Μουσείο αναλαμβάνει να μεσολαβήσει για την ρύθμιση διαμονής πιθανών επισκεπτών. Και το κρατώ.